Μας πήρε χαμπάρι και το facebook; Σε ένα από τα ψευτοκουιζάκια με τίτλο "αν η ζωή σου γυριζόταν ταινία ποιος θα ήταν ο τίτλος της" (ή κάπως έτσι), λαμβάνω το εξής αποτέλεσμα:
Η ζωή που δεν έζησα
Αίσθάνεσαι απογοητευμένος από τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πιστεύεις πολύ στη μοίρα και θεωρείς τον εαυτό σου άτυχο. Πολλές φορές νιώθεις μοναξιά. Φρόντισε να εκφράζεις τα συναισθήματά σου στους άλλους, όποια και αν είναι αυτά. Μην παραδίνεσαι χωρίς μάχη.
Μας πήρανε χαμπάρι μου φαίνεται...
...ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010
Πέμπτη, Απριλίου 01, 2010
«Διατροφή» σαν νηστεία
Ξεκίνησα αυτό το post με σκοπό να παραλληλίσω τη διατροφή με τη νηστεία. Λέγοντας διατροφή δεν εννοούσα τη διατροφή γενικά, αλλά την πρόσφατη, «χρυσωμένη» και κάπως ευρύτερου περιεχομένου μετονομασία της δίαιτας (δεν λέμε πια κάνω δίαιτα, ή θα σου δώσω μια δίαιτα, αλλά μία διατροφή). Η διαφορά; Κατ’ αρχάς ψυχολογική (το διατροφή προτιμάται τελευταία γιατί παραπέμπει σε κάτι λιγότερο αυστηρό και πιο ισορροπημένο από ό,τι το δίαιτα, καθώς το τελευταίο υπονοεί πολύ πιο άμεσα ότι είσαι χοντρός και πρέπει να αδυνατίσεις, ενώ το πρώτο σχετίζεται περισσότερο με τη στροφή προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής γενικότερα). Και κατά δεύτερον πρακτική: συνήθως η δίαιτα είναι πιο συγκεκριμένη (το πρωί τρως αυτό και αυτό, το μεσημέρι αυτό κι αυτό), ενώ η διατροφή είναι πιο γενική στις επιταγές και τις προδιαγραφές της (συνήθως δεν θα σου πει «μια φέτα ψωμί» αλλά «μία μερίδα υδατάνθρακα», άρα σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών, εφόσον ξέρεις πέντε πράγματα σχετικά ώστε να μπορείς να βρίσκεις εναλλακτικές, ενώ δίνει και γενικές κατευθύνσεις, όπως να αποφεύγεις τα τηγανητά, τις επεξεργασμένες τροφές, τα κορεσμένα λίπη και τους απλούς υδατάνθρακες, να επιδιώκεις κάθε γεύμα σου να ισορροπεί μεταξύ των βασικών ομάδων θρεπτικών ουσιών κλπ).
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθώ ένα πρόγραμμα εκγύμνασης και «διατροφής» (με την γενική έννοια), στο οποίο έχει δοθεί συγκεκριμένη στον καθένα μας «διατροφή» (με την ειδική έννοια), μπας και χάσουμε κανένα κιλό και γίνουμε άνθρωποι (για να γνωρίσουμε έναν νέο, ισορροπημένο τρόπο ζωής που θα περιλαμβάνει άσκηση και σωστή διατροφή με ορατά αποτελέσματα και στο σώμα μας, ήθελα να πω). Το κομμάτι της άσκησης δεν με τρόμαζε, και νομίζω δεν θα με τρόμαζε όσο απαιτητικό και να ήταν. Μετά από χρόνια στα γυμναστήρια αλλά και τις πρόσφατες εξωγυμναστηριακές αθλητικές μου δραστηριότητες έχω συνηθίσει να καταβάλλω τη μέγιστη σωματική προσπάθεια όταν γυμνάζομαι και μάλιστα με ευχαρίστηση. Το πρόβλημα ήταν η διατροφή. Η αίσθηση του περιορισμού. Η πάλη μου με την ανασφάλεια για το σώμα μου, την τάση μου για ξέσπασμα ή ανεύρεση παρηγοριάς στο φαγητό, την εμμονή που γεννά η απαγόρευση. Την εμμονή που γεννά η απαγόρευση, τώρα το εξέφρασα σωστά. Τη μια κάθομαι και μετράω ευλαβικά τις ποσότητες που τρώω, σημειώνω τις μερίδες, ψάχνω την κάθε λεπτομέρεια, μην τυχόν και φάω μισό φρούτο παραπάνω και δεν έχω το αποτέλεσμα που θέλω, την άλλη σεληνιάζομαι και λαχταράω όσο τίποτα το φαγητό, ή την ελευθερία να φάω ό,τι θέλω, ή πάνω απ' όλα την ισορροπημένη ψυχολογικά σχέση με το φαγητό, απαλλαγμένη από τις εμμονές, τις ενοχές και την ψυχαναγκαστική αυτοτιμωρία. Μιζεριάζομαι απίστευτα και για να χάσω τα λίγα κιλά που θέλω έχω μπει σε ψυχολογία παχύσαρκου ατόμου χωρίς να είμαι.
Με αφορμή τη μεγάλη σαρακοστή και τη νηστεία του πάσχα (οκ, κάποιες από αυτές τις λέξεις θέλουν κεφαλαίο αλλά βαριέμαι τώρα), συζήτησα με διάφορα άτομα σχετικά με τη νηστεία, με το νόημα που έχει η Μεγάλη Εβδομάδα (ορίστε, κεφαλαία) ως μία διεργασία εσωτερική, η οποία δεν εστιάζεται στη νηστεία, απλώς υποβοηθάται από αυτήν. Και σκέφτηκα ότι με ανάλογο τρόπο θα μπορούσα να δω και τη διατροφή που προσπαθώ να κάνω. Όχι σαν αυτοτιμωρία ή σαν περιορισμό, αλλά σαν προσωπική επιλογή που θα με οδηγήσει σε έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Σίγουρα το νόημα της σαρακοστής είναι πολύ βαθύτερο και έχει τόσο μεγάλη πνευματική διάσταση που η σύγκριση με τη διατροφή-δίαιτα είναι σχεδόν υβριστική, νομίζω όμως ότι υπάρχει κάτι που μπορώ να διδαχθώ από όλο αυτό. Προσωπικά δεν νηστεύω ή νηστεύω μόνο το κρέας τη μεγάλη βδομάδα, αλλά κάθε Πάσχα προσπαθώ να βρω κάτι πιο ουσιαστικό στην έννοια της νηστείας, προσπαθώ να προσεγγίσω με διαφορετικό, προσωπικό τρόπο την κάθαρση (να απομακρύνω τον εαυτό μου όσο γίνεται από τη μικρότητα, την κακία, την αδυναμία). Θεωρούσα ότι το κομμάτι της διατροφικής νηστείας δεν με αφορούσε. Να όμως που μπορεί να μου χρησιμεύσει με έναν άλλον τρόπο και να με απαλλάξει από μία μορφή επίπονης, για μένα, ψυχολογικής τυραννίας.
Καλό Πάσχα σε όλους.
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθώ ένα πρόγραμμα εκγύμνασης και «διατροφής» (με την γενική έννοια), στο οποίο έχει δοθεί συγκεκριμένη στον καθένα μας «διατροφή» (με την ειδική έννοια), μπας και χάσουμε κανένα κιλό και γίνουμε άνθρωποι (για να γνωρίσουμε έναν νέο, ισορροπημένο τρόπο ζωής που θα περιλαμβάνει άσκηση και σωστή διατροφή με ορατά αποτελέσματα και στο σώμα μας, ήθελα να πω). Το κομμάτι της άσκησης δεν με τρόμαζε, και νομίζω δεν θα με τρόμαζε όσο απαιτητικό και να ήταν. Μετά από χρόνια στα γυμναστήρια αλλά και τις πρόσφατες εξωγυμναστηριακές αθλητικές μου δραστηριότητες έχω συνηθίσει να καταβάλλω τη μέγιστη σωματική προσπάθεια όταν γυμνάζομαι και μάλιστα με ευχαρίστηση. Το πρόβλημα ήταν η διατροφή. Η αίσθηση του περιορισμού. Η πάλη μου με την ανασφάλεια για το σώμα μου, την τάση μου για ξέσπασμα ή ανεύρεση παρηγοριάς στο φαγητό, την εμμονή που γεννά η απαγόρευση. Την εμμονή που γεννά η απαγόρευση, τώρα το εξέφρασα σωστά. Τη μια κάθομαι και μετράω ευλαβικά τις ποσότητες που τρώω, σημειώνω τις μερίδες, ψάχνω την κάθε λεπτομέρεια, μην τυχόν και φάω μισό φρούτο παραπάνω και δεν έχω το αποτέλεσμα που θέλω, την άλλη σεληνιάζομαι και λαχταράω όσο τίποτα το φαγητό, ή την ελευθερία να φάω ό,τι θέλω, ή πάνω απ' όλα την ισορροπημένη ψυχολογικά σχέση με το φαγητό, απαλλαγμένη από τις εμμονές, τις ενοχές και την ψυχαναγκαστική αυτοτιμωρία. Μιζεριάζομαι απίστευτα και για να χάσω τα λίγα κιλά που θέλω έχω μπει σε ψυχολογία παχύσαρκου ατόμου χωρίς να είμαι.
Με αφορμή τη μεγάλη σαρακοστή και τη νηστεία του πάσχα (οκ, κάποιες από αυτές τις λέξεις θέλουν κεφαλαίο αλλά βαριέμαι τώρα), συζήτησα με διάφορα άτομα σχετικά με τη νηστεία, με το νόημα που έχει η Μεγάλη Εβδομάδα (ορίστε, κεφαλαία) ως μία διεργασία εσωτερική, η οποία δεν εστιάζεται στη νηστεία, απλώς υποβοηθάται από αυτήν. Και σκέφτηκα ότι με ανάλογο τρόπο θα μπορούσα να δω και τη διατροφή που προσπαθώ να κάνω. Όχι σαν αυτοτιμωρία ή σαν περιορισμό, αλλά σαν προσωπική επιλογή που θα με οδηγήσει σε έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Σίγουρα το νόημα της σαρακοστής είναι πολύ βαθύτερο και έχει τόσο μεγάλη πνευματική διάσταση που η σύγκριση με τη διατροφή-δίαιτα είναι σχεδόν υβριστική, νομίζω όμως ότι υπάρχει κάτι που μπορώ να διδαχθώ από όλο αυτό. Προσωπικά δεν νηστεύω ή νηστεύω μόνο το κρέας τη μεγάλη βδομάδα, αλλά κάθε Πάσχα προσπαθώ να βρω κάτι πιο ουσιαστικό στην έννοια της νηστείας, προσπαθώ να προσεγγίσω με διαφορετικό, προσωπικό τρόπο την κάθαρση (να απομακρύνω τον εαυτό μου όσο γίνεται από τη μικρότητα, την κακία, την αδυναμία). Θεωρούσα ότι το κομμάτι της διατροφικής νηστείας δεν με αφορούσε. Να όμως που μπορεί να μου χρησιμεύσει με έναν άλλον τρόπο και να με απαλλάξει από μία μορφή επίπονης, για μένα, ψυχολογικής τυραννίας.
Καλό Πάσχα σε όλους.
Σάββατο, Μαρτίου 27, 2010
Ποια λάθη μ'έφεραν εδώ;
Τελευταία έχω μία έντονη αίσθηση μακαβριότητας. Το παρελθόν μου, η παιδική μου ηλικία, το σπίτι όπου μεγάλωσα, επιστρέφουν στο μυαλό μου σαν μακάβριες εικόνες βγαλμένες από ταινία του Ντέιβιντ Λιντς. Κάτι το τραγικό, κάτι το θλιβερό, και στην πιο τρομακτική του έκφανση κάτι το ιλαρό περιβάλλει τις παιδικές μου αναμνήσεις, τις οποίες βλέπω πια σαν παραστρατήματα που με οδήγησαν στον λάθος δρόμο όπου βρίσκομαι τώρα.
Αναπολώ και προσπαθώ να εντοπίσω τα λάθη. Λάθη στις ενέργειές μου, λάθη στον χαρακτήρα μου («κατασκευαστικά σφάλματα» κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσής του), αδυναμίες που συγκροτούν ένα αποκύημα παντελούς ανικανότητας, απερίσκεπτο σκόρπισμα των θετικών μου στοιχείων, του χρόνου μου, της δύναμης και της αντοχής μου.
Μία ζωή αποπροσανατολισμένη. Χαμένη. Που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μία φάση φαινομενικά καλή (κανονικά δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι, έχω τόσα πολλά) αλλά εσωτερικά αποδομημένη, χωρίς ειρμό, χωρίς ενιαία πορεία, ξεσέρνει ανερμάτιστη σε μία παθητική ρότα που βγάζει κάθε φορά σε ένα «κάπου» αθέλητο, που για τον λόγο αυτό μοιάζει με «πουθενά». Δεν κατάφερα να προχωρήσω σωστά στη ζωή μου. Δεν είχα σωστή κρίση, ήμουν τόσο φαντασμένη, τόσο αφελής, τόσο ανώριμη. Χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχο, πήγαινα όπου με έπαιρνε ο άνεμος.
Και ποιος μου είπε βέβαια ότι η ζωή είναι ευθύβολη και εξ αρχής προγραμματισμένη; Όλοι φαντάζομαι, λίγο ή πολύ, παίρνουν τα πράγματα έτσι όπως έρχονται και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο στις εκάστοτε καταστάσεις. Αλλά για τον εαυτό μου δεν το δέχομαι. Εγώ έπρεπε να είχα πράξει αλλιώς. Να είχα κινηθεί πιο σωστά, πιο μεθοδικά, πιο διορατικά. Άφησα τη ζωή μου να πάει όπου θέλει, δίνοντάς της μόνο πού και πού καμιά κλωτσιά που την έστελνε όσο γινόταν πιο μακριά από τις πιθανές ευνοϊκές διαδρομές. Και τώρα είμαι εδώ. Δεν μπορώ να δεχτώ όσα μου έχουν συμβεί. Τα χρόνια, τα χρόνια που πέρασαν. Μα χθες ακόμη ήμουν 18. Έτσι μου φαίνεται. Και είμαι ακόμη μικρή. Θεωρητικά έχω το χρόνο να διορθώσω πολλά, με βλέπω όμως να προσθέτω στις αρνητικές επιδόσεις μου και άλλα λάθη.
Θα ήθελα το μέλλον με όλα του τα ενδεχόμενα να εμφανιζόταν μπροστά μου σαν ένας αναλυτικός χάρτης που θα μου έδειχνε όλες τις πιθανές πορείες και θα μου επέτρεπε να διαλέξω εύκολα την πιο καλή. Γιατί αυτό που νιώθω είναι ότι ακολουθώ ένα δρόμο που εκτρέπεται συνεχώς από αυτό που θα ήθελα. Ήθελα η ζωή μου να είναι ένα βέλος, να κατευθύνω όλη μου την ενέργεια σε μία εστιασμένη πορεία που θα με βγάλει όσο γίνεται πιο μπροστά. Και αντί για αυτό οι ενέργειές μου παραστρατούν πάντα δεξιά και αριστερά, σε αντιπαραγωγικές καμπύλες που με βγάζουν από το δρόμο μου, με πετάνε έξω, ίσως με ρίχνουν και προς τα πίσω, δεν είμαι σε θέση να δω.
Γιατί ούτε ο δρόμος ο ιδανικός που έχω στο μυαλό μου ξέρω ποιος και πού είναι ούτε πώς να τον βρω και να τον ακολουθήσω.
Αναπολώ και προσπαθώ να εντοπίσω τα λάθη. Λάθη στις ενέργειές μου, λάθη στον χαρακτήρα μου («κατασκευαστικά σφάλματα» κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσής του), αδυναμίες που συγκροτούν ένα αποκύημα παντελούς ανικανότητας, απερίσκεπτο σκόρπισμα των θετικών μου στοιχείων, του χρόνου μου, της δύναμης και της αντοχής μου.
Μία ζωή αποπροσανατολισμένη. Χαμένη. Που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μία φάση φαινομενικά καλή (κανονικά δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι, έχω τόσα πολλά) αλλά εσωτερικά αποδομημένη, χωρίς ειρμό, χωρίς ενιαία πορεία, ξεσέρνει ανερμάτιστη σε μία παθητική ρότα που βγάζει κάθε φορά σε ένα «κάπου» αθέλητο, που για τον λόγο αυτό μοιάζει με «πουθενά». Δεν κατάφερα να προχωρήσω σωστά στη ζωή μου. Δεν είχα σωστή κρίση, ήμουν τόσο φαντασμένη, τόσο αφελής, τόσο ανώριμη. Χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχο, πήγαινα όπου με έπαιρνε ο άνεμος.
Και ποιος μου είπε βέβαια ότι η ζωή είναι ευθύβολη και εξ αρχής προγραμματισμένη; Όλοι φαντάζομαι, λίγο ή πολύ, παίρνουν τα πράγματα έτσι όπως έρχονται και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο στις εκάστοτε καταστάσεις. Αλλά για τον εαυτό μου δεν το δέχομαι. Εγώ έπρεπε να είχα πράξει αλλιώς. Να είχα κινηθεί πιο σωστά, πιο μεθοδικά, πιο διορατικά. Άφησα τη ζωή μου να πάει όπου θέλει, δίνοντάς της μόνο πού και πού καμιά κλωτσιά που την έστελνε όσο γινόταν πιο μακριά από τις πιθανές ευνοϊκές διαδρομές. Και τώρα είμαι εδώ. Δεν μπορώ να δεχτώ όσα μου έχουν συμβεί. Τα χρόνια, τα χρόνια που πέρασαν. Μα χθες ακόμη ήμουν 18. Έτσι μου φαίνεται. Και είμαι ακόμη μικρή. Θεωρητικά έχω το χρόνο να διορθώσω πολλά, με βλέπω όμως να προσθέτω στις αρνητικές επιδόσεις μου και άλλα λάθη.
Θα ήθελα το μέλλον με όλα του τα ενδεχόμενα να εμφανιζόταν μπροστά μου σαν ένας αναλυτικός χάρτης που θα μου έδειχνε όλες τις πιθανές πορείες και θα μου επέτρεπε να διαλέξω εύκολα την πιο καλή. Γιατί αυτό που νιώθω είναι ότι ακολουθώ ένα δρόμο που εκτρέπεται συνεχώς από αυτό που θα ήθελα. Ήθελα η ζωή μου να είναι ένα βέλος, να κατευθύνω όλη μου την ενέργεια σε μία εστιασμένη πορεία που θα με βγάλει όσο γίνεται πιο μπροστά. Και αντί για αυτό οι ενέργειές μου παραστρατούν πάντα δεξιά και αριστερά, σε αντιπαραγωγικές καμπύλες που με βγάζουν από το δρόμο μου, με πετάνε έξω, ίσως με ρίχνουν και προς τα πίσω, δεν είμαι σε θέση να δω.
Γιατί ούτε ο δρόμος ο ιδανικός που έχω στο μυαλό μου ξέρω ποιος και πού είναι ούτε πώς να τον βρω και να τον ακολουθήσω.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010
Skiing
Ας προσπαθήσω να περιγράψω την πρώτη μου επαφή με το κοσμοπολίτικο χειμερινό άθλημα του σκι. Κατ' αρχάς να πω ότι πριν καν πάω στο χιονοδρομικό κέντρο με περιέβαλλε μία ακατάβλητη αισιοδοξία και βεβαιότητα ότι είμαι φυσικό ταλέντο στο σκι και ότι με το που θα βάλω τα πέδιλα θα αρχίσω να πηγαίνω κανονικότατα, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα, λες και έκανα όλη μου τη ζωή. Και δεν έπεσα εντελώς έξω. Πράγματι ισορρόπησα άνετα στα πρώτα μου βήματα-γλιστρήματα, έχοντας κατά νου διάφορες συμβουλές και πληροφορίες που είχα ακούσει, βρήκα εύκολα πώς σταματάνε (βασικό!) και τσουκου τσούκου άρχισα τα πρώτα μου δειλά αλλά σταθερά βήματα πάνω στο χιόνι. Εντυπωσιακό! Έλα όμως που το εξαιρετικό μου ξεκίνημα με παρέσυρε να διανύσω το αρκετά εύκολο πρώτο κομμάτι μίας πίστας 6 χιλιομέτρων (μην το ψάχνετε, είναι πολλά!)... την οποία ήμουν στη συνέχεια αναγκασμένη να κατέβω! Το βασικό μου πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερα να στρίβω. Έτσι έστριβα δια της πλαγίας οδού, ήτοι έπεφτα, γυρνούσα προς την άλλη κατεύθυνση και μετά σηκωνόμουν και πάλι απ'την αρχή. Για καλή μου τύχη βρέθηκε στο δρόμο μου μία δασκάλα του σκι (ή μάλλον εγώ βρέθηκα στο δρόμο της, γιατί αυτή πήγαινε, εγώ δεν πήγαινα) και μου πρότεινε ένα μάθημα-διάσωση το οποίο φυσικά δεν αρνήθηκα. Είδαμε και πάθαμε βέβαια, γιατί δεν ήταν ιδανικές συνθήκες για πρώτο μάθημα αυτές, εγώ κουραζόμουν εύκολα (τα είχα δει όλα από τη γενικότερη υπερπροσπάθεια), έτσι το μάθημα που αυτή υπολόγιζε στα 45 λεπτά έφτασε τελικά να διαρκεί σχεδόν 1μιση ώρα. Κανονίσαμε ένα ακόμη μάθημα και την επόμενη μέρα, υπό φυσιολογικότερες συνθήκες αυτή τη φορά, και κάπως πήρα μπρος γενικότερα. Την τρίτη μέρα έκανα μόνη μου εξάσκηση σε αυτά που μου είπε, για να καταφέρω ως το τέλος της να κατέβω την πίστα των 6 χιλιομέτρων με απόλυτη άνεση και χωρίς καμία πτώση παρακαλώ! (Και πάλι όμως μου φάνηκε ατέλειωτη, αν και άνετη αυτή τη φορά, πήγαινα πήγαινα και τελειωμό δεν είχα, λέω είναι δυνατόν να το έκανα όλο αυτό την πρώτη μέρα;) Την τέταρτη μέρα, νιώθοντας πια "ψημένη", πήγα στην κορυφή του βουνού, στα 2600 μέτρα υψόμετρο, να βγάλω μερικές πίστες που ήταν από εκεί και κάτω. Βρε τι κουτρουβάλα ήταν αυτή! Το χιόνι εκεί ψηλά ήταν άφθονο, αφράτο και παχύ (της μάνας του καμάρι), έτσι σαν βγήκα εις την εξοχή και στο χλωρό χορτάρι (όταν πήγα να κατέβω την πίστα εννοώ) άρχισα να τρώω την μία τούμπα μετά την άλλη γιατί δεν "πατούσα" καλά κάτω και ήταν και κάπως ανισόπεδα, χάλια... Απελπισία μαύρη. Εδώ άρχισε να αναπτύσσεται η ίδια ψυχολογία που είχα και την πρώτη μέρα ("τι δουλειά έχω εγώ εδώ, πάμε να φύγουμε, τι ήρθαμε να κάνουμε, βλακεία το σκι, δεν είμαι εγώ για τέτοια, κλπ"), μία ψυχολογία που έχω και στο σκαρφάλωμα πολλές φορές (τις περισσότερες δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής). Έλα όμως που δεν είχα επιλογή. Τι θα έκανα δηλαδή; Θα έβγαζα τα πέδιλα και θα ανηφόριζα με τα πόδια (φορώντας τις μολυβένιες μπότες και κουβαλώντας τα πέδιλα) την πλαγιά για να γυρίσω πίσω; Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συνεχίσω. Πέσε μία, πέσε δύο, πέσε τρεις, απελπίσου μία-δύο-τρεις, κάποια στιγμή τη βαρέθηκα την κλάψα. Και λέω θα κατέβω τώρα ο κόσμος να χαλάσει. Και αρχίζω, ξεκινάω πέφτω σηκώνομαι, ξαναξεκινάω ξαναπέφτω ξανασηκώνομαι, σχεδόν επί τόπου. Η επιμονή μου επιβραβεύτηκε, καθώς λίγο παρακάτω συνάντησα πολύ πιο βατό χιόνι που μου επέτρεψε να προχωράω με πολύ λιγότερες πτώσεις (συνέβαλε βέβαια σε αυτό και το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να αυτοματοποιούνται οι κινήσεις που έκανα κάθε φορά προσπαθώντας να μην πέσω, έτσι την τελευταία στιγμή τη γλίτωνα). Ολοκλήρωσα την προσπάθειά μου μούσκεμα στον ιδρώτα, με τα γάντια επίσης βρεγμένα (γιατί δεν είχα γάντια του σκι, φορούσα κάτι φλις) και μία αίσθηση προσωπικής υπέρβασης. Επέστρεψα από τις χειμερινές μου διακοπές σχεδόν δύο κιλά πιο αδύνατη από ό,τι έφυγα!
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2010
Grandparents living through me
Έκανα πρόσφατα μία αταβιστική σκέψη (το ήξερα ότι θα τη χρησιμοποιούσα τη λέξη αυτή κάποια μέρα!) συνδέοντας μέρη του εαυτού μου και πιο συγκεκριμένα φάσεις της ζωής μου με τους γονείς των γονιών μου, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Πολλές φορές βλέπω στοιχεία από τον χαρακτήρα του πατέρα μου ή της μητέρας μου στον εαυτό μου (κυρίως στοιχεία που δεν μου αρέσουν, θα πρέπει να ομολογήσω), αυτή τη φορά όμως το προχώρησα ένα βήμα παραπέρα και όχι μόνο πήγα μία γενιά πίσω, αλλά αντιστοίχησα και καθένα από τα άτομα με μία διαφορετική φάση της προσωπικής μου ιστορίας. Έτσι λοιπόν έχουμε και λέμε:
Ο παππούς με το αγαπημένο όνομα: Μπορεί να πέθανε όταν ήμουν 8 χρονών, αλλά με επηρέασε όσο κανείς άλλος από τους παππουδογιαγάδες μου (μα δεν υπάρχει το grandparents στα ελληνικά;) Από τους πρώτους που μου ενέπνευσαν την αγάπη για τη γλώσσα (θυμάμαι την έκπληξή μου όταν μου είπε για πρώτη φορά τη λέξη "κρανίο", κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ έμοιαζε μορφολογικά με τη λέξη "θρανίο" -κάπως πιο οικεία σε μένα- με την οποία δεν είχε την παραμικρή σχέση εννοιολογικά). Όλοι όσοι τον γνώρισαν έχουν να λένε για έναν άνθρωπο με μόρφωση, ήθος, εργατικότητα και άρτιο χαρακτήρα. Ο σοφός. Ο προκομμένος. Εγώ μικρή, επιμελής μαθήτρια, "το καλό κορίτσι", το συνετό, το έξυπνο. (Αυταπάτη #1)
Η γιαγιά η "συνόμισσα": Πρωτοποριακή για την εποχή της, πολύ δραστήρια, πολύ "μέσα σ' όλα", αρσακειάς παρακαλώ (σε μία εποχή που οποιαδήποτε μορφή μόρφωσης πέραν του δημοτικού ήταν για τις γυναίκες κάτι σαν το Άγιο Όρος). Η φεμινίστρια. Η δυναμική. Εγώ έφηβη (θα σπουδάσω για να μην χρειαστεί να γίνω νοικοκυρά). (Αυταπάτη #2)
Παππούς από μαμά μεριά: Πολιτικοποιημένος, επαναστατημένος και επικυρηγμένος, πνεύμα ανεξάρτητο, άνθρωπος που προτιμούσε να πάει στο καφενείο από το να δει τα εγγόνια του πολλές από τις φορές που πηγαίναμε μικρά στο χωριό. Απόμακρος. Ο αντάρτης. Εγώ φοιτήτρια (θα φέρω τα πάνω κάτω και θα κάνω αυτό που θέλω). (Αυταπάτη #3)
Γιαγιά από μαμά μεριά: Η καλή μας η γιαγιά, η ήσυχη, η κουζινομηχανή, η γιαγιά με τα κουνελάκια, τα γατάκια, η γιαγιά που ξεπουπούλιαζε περιστέρια, που έφτιαχνε το πιο τέλειο πιλάφι, που μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα χωρίς να φέρνει ποτέ αντίρρηση σε τίποτα. Και η μόνη που δεν έχει εγγόνι με το όνομά της (σωθήκανε και τα εγγόνια βέβαια, άλλο ένα κορίτσι χρειαζόμασταν). Η υποτακτική, η άβουλη, η νοικοκυρά. Εγώ τώρα;
Φαντάζομαι το αταβιστικό μου γενεαλογικό δέντρο να εκτείνεται απεριόριστα στο παρελθόν, με τους γονείς και τους γονείς των γονιών καθενός από τους grandparents μου (μα αυτή η ελληνική γλώσσα, είναι σε κάποια θέματα ελλιπής!) να διαμορφώνουν το θυμικό και τον χαρακτήρα καθενός από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Μία ατέλειωτη γραμμή καταγωγής...
Ο παππούς με το αγαπημένο όνομα: Μπορεί να πέθανε όταν ήμουν 8 χρονών, αλλά με επηρέασε όσο κανείς άλλος από τους παππουδογιαγάδες μου (μα δεν υπάρχει το grandparents στα ελληνικά;) Από τους πρώτους που μου ενέπνευσαν την αγάπη για τη γλώσσα (θυμάμαι την έκπληξή μου όταν μου είπε για πρώτη φορά τη λέξη "κρανίο", κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ έμοιαζε μορφολογικά με τη λέξη "θρανίο" -κάπως πιο οικεία σε μένα- με την οποία δεν είχε την παραμικρή σχέση εννοιολογικά). Όλοι όσοι τον γνώρισαν έχουν να λένε για έναν άνθρωπο με μόρφωση, ήθος, εργατικότητα και άρτιο χαρακτήρα. Ο σοφός. Ο προκομμένος. Εγώ μικρή, επιμελής μαθήτρια, "το καλό κορίτσι", το συνετό, το έξυπνο. (Αυταπάτη #1)
Η γιαγιά η "συνόμισσα": Πρωτοποριακή για την εποχή της, πολύ δραστήρια, πολύ "μέσα σ' όλα", αρσακειάς παρακαλώ (σε μία εποχή που οποιαδήποτε μορφή μόρφωσης πέραν του δημοτικού ήταν για τις γυναίκες κάτι σαν το Άγιο Όρος). Η φεμινίστρια. Η δυναμική. Εγώ έφηβη (θα σπουδάσω για να μην χρειαστεί να γίνω νοικοκυρά). (Αυταπάτη #2)
Παππούς από μαμά μεριά: Πολιτικοποιημένος, επαναστατημένος και επικυρηγμένος, πνεύμα ανεξάρτητο, άνθρωπος που προτιμούσε να πάει στο καφενείο από το να δει τα εγγόνια του πολλές από τις φορές που πηγαίναμε μικρά στο χωριό. Απόμακρος. Ο αντάρτης. Εγώ φοιτήτρια (θα φέρω τα πάνω κάτω και θα κάνω αυτό που θέλω). (Αυταπάτη #3)
Γιαγιά από μαμά μεριά: Η καλή μας η γιαγιά, η ήσυχη, η κουζινομηχανή, η γιαγιά με τα κουνελάκια, τα γατάκια, η γιαγιά που ξεπουπούλιαζε περιστέρια, που έφτιαχνε το πιο τέλειο πιλάφι, που μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα χωρίς να φέρνει ποτέ αντίρρηση σε τίποτα. Και η μόνη που δεν έχει εγγόνι με το όνομά της (σωθήκανε και τα εγγόνια βέβαια, άλλο ένα κορίτσι χρειαζόμασταν). Η υποτακτική, η άβουλη, η νοικοκυρά. Εγώ τώρα;
Φαντάζομαι το αταβιστικό μου γενεαλογικό δέντρο να εκτείνεται απεριόριστα στο παρελθόν, με τους γονείς και τους γονείς των γονιών καθενός από τους grandparents μου (μα αυτή η ελληνική γλώσσα, είναι σε κάποια θέματα ελλιπής!) να διαμορφώνουν το θυμικό και τον χαρακτήρα καθενός από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Μία ατέλειωτη γραμμή καταγωγής...
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2010
Life as a sneeze
Ο τρόπος που φταρνίζομαι συνοψίζει νομίζω τη στάση μου απέναντι στη ζωή, ή τουλάχιστον απέναντι σε πολλά πράγματα (όχι αμπελοφιλοσοφίες, πταρμοφιλοσοφίες ολκής έχει το σημερινό post). Για την ακρίβεια έχω πολλούς τρόπος φταρνίσματος (πολύ ενδιαφέρον, για να ακούσουμε, δεν κρατιόμαστε). Όταν είναι μπροστά άλλοι φταρνίζομαι σαν το ποντικάκι, ακούς έναν ήχο, δεν ξέρεις από πού προέρχεται, μήπως το έπνιξαν το ποντικάκι (οι τύψεις που έφαγε το τυράκι)(μα τι γράφεις κοπέλα μου! Για σύνελθε!). Όταν όμως έχω τις άπλες μου... τότε ποιος άκουσε το φτάρνισμα και δεν το φοβήθηκε! Φωνή μεταξύ κραυγής, στριγγλιάς και πρωτόγονου αλαλαγμού, μικροβιοφόρα μικροσταγονίδια εκτινάσσονται προς όλες τις κατευθύνσεις, τα τζάμια τρίζουν, τα έπιπλα σείονται, οι πολυέλαιοι πάνε πέρα δώθε (σιγά μη δακρύζουν και τα εικονίσματα, τι άλλο θα ακούσουμε!)
Ας έρθω όμως στη συγκριτική αντιπαραβολή που ήθελα να κάνω (για να δούμε πού το πας!) Όπως έχει ίσως ήδη αντιληφθεί ο οξυδερκής αναγνώστης, θέλω να πω ότι τα κρατάω όλα μέσα μου όταν είναι οι άλλοι μπροστά και ότι όταν είμαι μόνη μου εκρήγνυμαι. (Όπα κάτσε, αυτό ήταν το ζουμί της υπόθεσης αλλά το "έκαψα" όλο σε μία πρόταση, έπρεπε να το φέρω από δω, να το φέρω από κει... να το αναπτύξω έτσι, αλλιώς, αλλιώτικα). Δεν μου βγαίνει και πολύ το πλαγιομετωπικό σήμερα, είμαι πολύ straightforward...
Να σας πω τι μου συμβαίνει; Δουλεύω πολύ αυτές τις μέρες και έχω "καλουπώσει" πολύ τη γραφή μου, με αποτέλεσμα να λαχταράω τώρα τόσο πολύ το να γράψω λίγο ελεύθερα που λέω μπούρδες (ή μάλλον δεν τις σερβίρω όπως άλλες φορές). Θα το δημοσιευσω παρόλα αυτά το post, έχει μία αμεσότητα και μία ζωντάνια νομίζω (τη βλακεία που σε δέρνει δείχνει αλλά τεσπαν). Bear with me, anyway. Φιλάκια.
Ας έρθω όμως στη συγκριτική αντιπαραβολή που ήθελα να κάνω (για να δούμε πού το πας!) Όπως έχει ίσως ήδη αντιληφθεί ο οξυδερκής αναγνώστης, θέλω να πω ότι τα κρατάω όλα μέσα μου όταν είναι οι άλλοι μπροστά και ότι όταν είμαι μόνη μου εκρήγνυμαι. (Όπα κάτσε, αυτό ήταν το ζουμί της υπόθεσης αλλά το "έκαψα" όλο σε μία πρόταση, έπρεπε να το φέρω από δω, να το φέρω από κει... να το αναπτύξω έτσι, αλλιώς, αλλιώτικα). Δεν μου βγαίνει και πολύ το πλαγιομετωπικό σήμερα, είμαι πολύ straightforward...
Να σας πω τι μου συμβαίνει; Δουλεύω πολύ αυτές τις μέρες και έχω "καλουπώσει" πολύ τη γραφή μου, με αποτέλεσμα να λαχταράω τώρα τόσο πολύ το να γράψω λίγο ελεύθερα που λέω μπούρδες (ή μάλλον δεν τις σερβίρω όπως άλλες φορές). Θα το δημοσιευσω παρόλα αυτά το post, έχει μία αμεσότητα και μία ζωντάνια νομίζω (τη βλακεία που σε δέρνει δείχνει αλλά τεσπαν). Bear with me, anyway. Φιλάκια.
Κυριακή, Ιανουαρίου 31, 2010
Ξένες τηλεοπτικές σειρές
Λοιπόν οι τηλεοπτικές σειρές είναι οι νέες ταινίες. Στην εποχή των downloads (νόμιμων, πάντα), γιατί να κάθεσαι να ψάχνεις ταινίες να κατεβάσεις, που πρέπει να βρίσκεις άλλη κάθε φορά, τη στιγμή που μία καλή σειρά να πετύχεις σε καλύπτει για πάμπολλες θεάσεις. Άσε που η διάρκεια των σειρών είναι πολύ πιο βολική. 40 λεπτάκια κατά μέσο όρο ανά επεισόδιο είναι ό,τι πρέπει, ούτε λίγο ούτε πολύ (ενώ η ταινία θέλει το διωράκι της και δεν έχουμε πάντα να το διαθέσουμε σερί). Αν προσθέσουμε σε αυτό και το ανάλαφρον των τηλεοπτικών σειρών έχουμε έναν ακόμη λόγο να το ρίξουμε στα tv show για να χαλαρώσουμε στο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Σας γράφω λίγα λόγια από κάθε σειρά που βλέπω συστηματικά ή που έχει απλά πάρει το μάτι μου τον τελευταίο καιρό (αμερικάνικες όλες ασφαλώς):
-Lipstick jungle: είναι πολύ πολύ παρεμφερές με το Sex and the City, αν εξαιρέσουμε ότι η χημεία μεταξύ των τριών, εδώ, φιλενάδων δεν είναι τόσο δεμένη και ότι έχουν όλες τους εξωπραγματικά επιτυχημένες καριέρες. Θα δείτε μετά από χρόνια την Μπρουκ Σηλντς (η οποία φαίνεται να "αγριεύει" στο πρόσωπο όσο περνάνε τα χρόνια, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε το συγκλονιστικά όμορφο μουτράκι που είχε ως έφηβη). Το νεαρό "μουτράκι" εδώ είναι η Lindsay Price, ασιατικής καταγωγής (από Κορέα μεριά κρατάει, βέβαια, αυτές είναι οι πιο ωραίες ασιάτισες, είναι ας πούμε κορεάτικη και κάπως πιο "εμπορική" απάντηση στη Γκονγκ Λι.) Μία καλή εναλλακτική των αισθηματικών κομεντί.
-Samantha Who? Η Κριστίνα Απλγκέιτ (την είχατε δει πριν πολλά πολλά χρόνια στο "Παντρεμένοι με παιδιά" ως κόρη του Αλ Μπάντι) είναι μία κοπέλα που μετά από ένα ατύχημα χάνει τη μνήμη της. Δεν θυμάται τίποτα για τον εαυτό της, και κυρίως για το πόσο "στρίντζω" και "κακιά" ήταν με τους πάντες και τα πάντα. Η κοπέλα μετά το ατύχημα είναι περιέργως καλόκαρδη και το κωμικόν της υπόθεσης υπεισέρχεται καθώς τρώει "φλασιές" από το παρελθόν της και προσπαθεί να επανορθώσει τις κακές πράξεις του παλιού της εαυτού. Απολαυστικές οι συμπρωταγωνίστριές της: η Άντρια (μία απενοχοποιημένα κακιά και ψωνισμένη φίλη), μία άλλη φίλη της παχούλα που ξεχνάω πώς τη λένε, καθώς και η μαμά της, που θα πρέπει στα νιάτα της να ήταν πολύ ωραία γυναίκα.
-Eastwick: Σειρά βασισμένη στις Μάγισσες του Eastwick, τη γνωστή ταινία με Τζακ Νίκολσον, Μ. Φάιφερ και τα λοιπά. Τρεις φίλες στο φανταστικό χωριό Eastwick, που έχει προϊστορία στις μάγισσες (σαν το Salem, ας πούμε) ανακαλύπτουν ότι έχουν μαγικές δυνάμεις. Παίζει η Ρεμπέκα Ρόμιν (πρώην Στάμος και πρώην μοντέλο ως γνωστόν, η οποία από όταν άφησε το μόντελινγκ επέτρεψε στο σώμα της να αποκτήσει πιο "γήινες" διαστάσεις, ήτοι περισσότερες καμπύλες, και περιττό να πούμε ότι παραμένει κουκλάρα) και η Lindsay Price, η μικρή ασιάτισσα που αναφέραμε και παραπάνω. Ενδιαφέρον έχουν και κάποιες από τις δυνάμεις που διαθέτουν οι πρωταγωνίστριες. Η Ρεμπέκα τρώει φλασιές από το μέλλον (οκ, αυτή η δύναμη δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, μάλλον κοινότυπη τη λες, εξυπηρετεί όμως πολύ την οικονομία του σεναρίου), η Lindsay μπορεί να αναγκάσει τους άντρες να κάνουν ό,τι τους ζητήσει, αρκεί να τους κοιτάξει μέσα στα μάτια και να τους το πει (νομίζω πολλές γυναίκες έχουν αυτή τη δύναμη, απλώς δεν την έχουν ακόμη ανακαλύψει) και η τρίτη, χμ, δύσκολο να το περιγράψω, κατά κάποιο τρόπο μπορεί να μεταδίδει στο περιβάλλον της τις εσωτερικές της διαθέσεις όταν αυτές είναι έντονες (αν θυμώσει μπορεί να γίνει σεισμός, αν κλάψει μπορεί να αρχίσει να βρέχει, αν νιώσει ψυχρότητα τα πάντα παγώνουν). Καλός και ο ανήρ της υπόθεσης (ρόλος του Νίκολσον), αν και ήθελα στη θέση του να ήταν ο Big από το Sex&theCity. Αλλά αυτός έκανε κάτι άλλο, όπως θα δείτε παρακάτω.
-The good wife: Εδώ θα συναντήσετε την Julianna Margulis (ή κάπως έτσι), τη σγουρομάλλα γαλανομάτα από το ER. Με ίσιο μαλλί εδώ, η Julianna παίζει... την Χίλαρι Κλίντον όπως θα ήθελε να την βλέπουν όλοι μετά το κέρατο που έφαγε (και όχι σαν μία αδίστακτη πολιτικό που επέδειξε τρομακτική ψυχραιμία απέναντι στο διασυρμό της, λες και δεν έχει μέσα της συναισθήματα, και νομίζεις ότι είναι ικανή να φάει άνθρωπο ζωντανό). Στη σειρά η Julianna έχει θυσιάσει μία πολλά υποσχόμενη καριέρα ως δικηγόρος για χάρη του γάμου της και των δύο της παιδιών. Όλα όμως αλλάζουν όταν ο άντρας της, επιφανής πολιτικός, εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο όχι μόνο διαφθοράς αλλά και σεξουαλικών αποχρώσεων (ροζ, πιο σωστά). Προσπαθώντας να ξεχάσει το γεγονός ότι όλη η χώρα έχει δει σε βίντεο τον σύζυγό της σε ποικίλες περιπτύξεις με ένα κολ γκερλ (που βρήκε ευκαιρία να στρέψει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας), η ηρωίδα ανασκουμπώνεται και αρχίζει να εργάζεται ξανά ως δικηγόρος για θρέψει την οικογένειά της όσο ο άνδρας της βρίσκεται στη φυλακή. Οι δικαστικές υποθέσεις εκτυλίσσονται στα επεισόδια της σειράς παράλληλα με τις εξελίξεις της προσωπικής της ζωής. Η Margulis παίζει εξαιρετικά (έλαβε νομίζω και τηλεοπτικό βραβείο για την ερμηνεία της), αποδίδει πολύ γλαφυρά μία γυναίκα βαθιά απογοητευμένη και πληγωμένη, που προσπαθεί να κρατήσει την αξιοπρέπειά της, που είναι ικανή και έξυπνη και παρότι όλα έχουν καταρρεύσει στην προσωπική της ζωή στέκεται στα πόδια της -και εννοείται κερδίζει τις υποθέσεις που της ανατίθενται. Στον ρόλο του συζύγου ο Mister Big του Sex and the City, που εδώ γίνεται κάτι μεταξύ Μπερλουσκόνι και Μπιλ Κλίντον και είναι όπως πάντα sexy as hell!
-Cougar town: Η Μόνικα από τα Φιλαράκια προσπαθεί να κάνει κάτι μετά από τη σειρά που την έκανε γνωστή (και πάμπλουτη, υποθέτω). Παίζει μία 40άρα, μητέρα ενός εφήβου και χωρισμένη, η οποία συνδέεται ερωτικά με έναν συνομήλικο σχεδόν του γιου της, σε μία μικρή πόλη όπου τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν. Ένα επεισόδιο είδα, δεν με τράβηξε τόσο και σίγουρα δεν μπόρεσα να κάνω το "άλμα" αποσύνδεσης της πρωταγωνίστριας από το Friends.
-Big Love: Είναι λέει ένας άνδρας που έχει τρεις γυναίκες και ζουν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια. Ποιο φαλοκρατικό γουρούνι συνέλαβε αυτό το αίσχος δεν ξέρω, δεν μπόρεσα όμως να δω ούτε την πρώτη σκηνή.
-United States of Tara: Κι εδώ τρεις γυναίκες...σε μία όμως. Η Τόνι Κολέτ είναι μία... τριχασμένη προσωπικότητα, μία καταθλιπτική, μία έξαλλη έφηβη χειρότερη κι από την κόρη της και μία που δεν πρόλαβα να δω γιατί το είδα επί τροχάδην το πρώτο επεισόδιο. Η οικογένειά της επιστρατεύει όλη της την υπομονή καθώς η πρωταγωνίστρια περνά από τη μία προσωπικότητα στην άλλη.
-Big Men: Επίσης το είδα πολύ λίγο. Διαδραματίζεται στα 50's και είναι, σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις παραπάνω σειρές, πολύ "ανδρική" σειρά. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μία μεγάλη διαφημιστική εταιρεία στη Νέα Υόρκη πριν από μερικές δεκαετίες, με το αρειμάνιο κάπνισμα από μέρους όλων των πρωταγωνιστών να φιγουράρει ως ρετρό στοιχείο (πού να ξέρανε οι αμερικάνοι ότι σε τριτοκοσμικές χώρες σαν την Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη έτσι), και τους καρκαριομάχους διαφημιστές να επιδίδονται σε πισώπλατα μαχαιρώματα και ευγενείς μονομαχίες στο κυνήγι της επιτυχίας, του πλούτου και των γυναικών. Ενδιαφέρον το σχόλιο και για τη θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη.
-North Shore: θα μπορούσε να είναι μία ακόμη σειρά με ωραίους και ωραίες (αν και πρέπει να πω ότι όλοι είναι ποοοοολύυυυυ ωραίοι και όλες πολύυυυυυ ωραίες), αν έλειπε η πιο όμορφη πρωταγωνίστρια από όλες: η εξωτική Χαβάη. Η σειρά έχει γυριστεί σε ένα μεγάλο, υπερπολυτελές τουριστικό θέρετρο μίας νήσου της Χαβάης και μας κάνει συνεχώς να ονειρευόμαστε και να ζηλεύουμε βλέποντας τους πρωταγωνιστές σε διάφορες από τις δραστηριότητες που μπορεί κανείς να απολαύσει στο εξωτικό νησί: από καταδύσεις στους πανέμορφους βυθούς μέχρι jet ski και καταρρίχηση. (Δυστυχώς κράτησε μόνο μία σεζόν).
Αυτά τα ολίγα για τις τηλεοπτικές σειρές που έχει πάρει το μάτι μου το τελευταίο διάστημα. Αν επιδίδεστε σε μαζικό (ή επιλεκτικό) downloading, ρίξτε τους μια ματιά.
-Lipstick jungle: είναι πολύ πολύ παρεμφερές με το Sex and the City, αν εξαιρέσουμε ότι η χημεία μεταξύ των τριών, εδώ, φιλενάδων δεν είναι τόσο δεμένη και ότι έχουν όλες τους εξωπραγματικά επιτυχημένες καριέρες. Θα δείτε μετά από χρόνια την Μπρουκ Σηλντς (η οποία φαίνεται να "αγριεύει" στο πρόσωπο όσο περνάνε τα χρόνια, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε το συγκλονιστικά όμορφο μουτράκι που είχε ως έφηβη). Το νεαρό "μουτράκι" εδώ είναι η Lindsay Price, ασιατικής καταγωγής (από Κορέα μεριά κρατάει, βέβαια, αυτές είναι οι πιο ωραίες ασιάτισες, είναι ας πούμε κορεάτικη και κάπως πιο "εμπορική" απάντηση στη Γκονγκ Λι.) Μία καλή εναλλακτική των αισθηματικών κομεντί.
-Samantha Who? Η Κριστίνα Απλγκέιτ (την είχατε δει πριν πολλά πολλά χρόνια στο "Παντρεμένοι με παιδιά" ως κόρη του Αλ Μπάντι) είναι μία κοπέλα που μετά από ένα ατύχημα χάνει τη μνήμη της. Δεν θυμάται τίποτα για τον εαυτό της, και κυρίως για το πόσο "στρίντζω" και "κακιά" ήταν με τους πάντες και τα πάντα. Η κοπέλα μετά το ατύχημα είναι περιέργως καλόκαρδη και το κωμικόν της υπόθεσης υπεισέρχεται καθώς τρώει "φλασιές" από το παρελθόν της και προσπαθεί να επανορθώσει τις κακές πράξεις του παλιού της εαυτού. Απολαυστικές οι συμπρωταγωνίστριές της: η Άντρια (μία απενοχοποιημένα κακιά και ψωνισμένη φίλη), μία άλλη φίλη της παχούλα που ξεχνάω πώς τη λένε, καθώς και η μαμά της, που θα πρέπει στα νιάτα της να ήταν πολύ ωραία γυναίκα.
-Eastwick: Σειρά βασισμένη στις Μάγισσες του Eastwick, τη γνωστή ταινία με Τζακ Νίκολσον, Μ. Φάιφερ και τα λοιπά. Τρεις φίλες στο φανταστικό χωριό Eastwick, που έχει προϊστορία στις μάγισσες (σαν το Salem, ας πούμε) ανακαλύπτουν ότι έχουν μαγικές δυνάμεις. Παίζει η Ρεμπέκα Ρόμιν (πρώην Στάμος και πρώην μοντέλο ως γνωστόν, η οποία από όταν άφησε το μόντελινγκ επέτρεψε στο σώμα της να αποκτήσει πιο "γήινες" διαστάσεις, ήτοι περισσότερες καμπύλες, και περιττό να πούμε ότι παραμένει κουκλάρα) και η Lindsay Price, η μικρή ασιάτισσα που αναφέραμε και παραπάνω. Ενδιαφέρον έχουν και κάποιες από τις δυνάμεις που διαθέτουν οι πρωταγωνίστριες. Η Ρεμπέκα τρώει φλασιές από το μέλλον (οκ, αυτή η δύναμη δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, μάλλον κοινότυπη τη λες, εξυπηρετεί όμως πολύ την οικονομία του σεναρίου), η Lindsay μπορεί να αναγκάσει τους άντρες να κάνουν ό,τι τους ζητήσει, αρκεί να τους κοιτάξει μέσα στα μάτια και να τους το πει (νομίζω πολλές γυναίκες έχουν αυτή τη δύναμη, απλώς δεν την έχουν ακόμη ανακαλύψει) και η τρίτη, χμ, δύσκολο να το περιγράψω, κατά κάποιο τρόπο μπορεί να μεταδίδει στο περιβάλλον της τις εσωτερικές της διαθέσεις όταν αυτές είναι έντονες (αν θυμώσει μπορεί να γίνει σεισμός, αν κλάψει μπορεί να αρχίσει να βρέχει, αν νιώσει ψυχρότητα τα πάντα παγώνουν). Καλός και ο ανήρ της υπόθεσης (ρόλος του Νίκολσον), αν και ήθελα στη θέση του να ήταν ο Big από το Sex&theCity. Αλλά αυτός έκανε κάτι άλλο, όπως θα δείτε παρακάτω.
-The good wife: Εδώ θα συναντήσετε την Julianna Margulis (ή κάπως έτσι), τη σγουρομάλλα γαλανομάτα από το ER. Με ίσιο μαλλί εδώ, η Julianna παίζει... την Χίλαρι Κλίντον όπως θα ήθελε να την βλέπουν όλοι μετά το κέρατο που έφαγε (και όχι σαν μία αδίστακτη πολιτικό που επέδειξε τρομακτική ψυχραιμία απέναντι στο διασυρμό της, λες και δεν έχει μέσα της συναισθήματα, και νομίζεις ότι είναι ικανή να φάει άνθρωπο ζωντανό). Στη σειρά η Julianna έχει θυσιάσει μία πολλά υποσχόμενη καριέρα ως δικηγόρος για χάρη του γάμου της και των δύο της παιδιών. Όλα όμως αλλάζουν όταν ο άντρας της, επιφανής πολιτικός, εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο όχι μόνο διαφθοράς αλλά και σεξουαλικών αποχρώσεων (ροζ, πιο σωστά). Προσπαθώντας να ξεχάσει το γεγονός ότι όλη η χώρα έχει δει σε βίντεο τον σύζυγό της σε ποικίλες περιπτύξεις με ένα κολ γκερλ (που βρήκε ευκαιρία να στρέψει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας), η ηρωίδα ανασκουμπώνεται και αρχίζει να εργάζεται ξανά ως δικηγόρος για θρέψει την οικογένειά της όσο ο άνδρας της βρίσκεται στη φυλακή. Οι δικαστικές υποθέσεις εκτυλίσσονται στα επεισόδια της σειράς παράλληλα με τις εξελίξεις της προσωπικής της ζωής. Η Margulis παίζει εξαιρετικά (έλαβε νομίζω και τηλεοπτικό βραβείο για την ερμηνεία της), αποδίδει πολύ γλαφυρά μία γυναίκα βαθιά απογοητευμένη και πληγωμένη, που προσπαθεί να κρατήσει την αξιοπρέπειά της, που είναι ικανή και έξυπνη και παρότι όλα έχουν καταρρεύσει στην προσωπική της ζωή στέκεται στα πόδια της -και εννοείται κερδίζει τις υποθέσεις που της ανατίθενται. Στον ρόλο του συζύγου ο Mister Big του Sex and the City, που εδώ γίνεται κάτι μεταξύ Μπερλουσκόνι και Μπιλ Κλίντον και είναι όπως πάντα sexy as hell!
-Cougar town: Η Μόνικα από τα Φιλαράκια προσπαθεί να κάνει κάτι μετά από τη σειρά που την έκανε γνωστή (και πάμπλουτη, υποθέτω). Παίζει μία 40άρα, μητέρα ενός εφήβου και χωρισμένη, η οποία συνδέεται ερωτικά με έναν συνομήλικο σχεδόν του γιου της, σε μία μικρή πόλη όπου τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν. Ένα επεισόδιο είδα, δεν με τράβηξε τόσο και σίγουρα δεν μπόρεσα να κάνω το "άλμα" αποσύνδεσης της πρωταγωνίστριας από το Friends.
-Big Love: Είναι λέει ένας άνδρας που έχει τρεις γυναίκες και ζουν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια. Ποιο φαλοκρατικό γουρούνι συνέλαβε αυτό το αίσχος δεν ξέρω, δεν μπόρεσα όμως να δω ούτε την πρώτη σκηνή.
-United States of Tara: Κι εδώ τρεις γυναίκες...σε μία όμως. Η Τόνι Κολέτ είναι μία... τριχασμένη προσωπικότητα, μία καταθλιπτική, μία έξαλλη έφηβη χειρότερη κι από την κόρη της και μία που δεν πρόλαβα να δω γιατί το είδα επί τροχάδην το πρώτο επεισόδιο. Η οικογένειά της επιστρατεύει όλη της την υπομονή καθώς η πρωταγωνίστρια περνά από τη μία προσωπικότητα στην άλλη.
-Big Men: Επίσης το είδα πολύ λίγο. Διαδραματίζεται στα 50's και είναι, σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις παραπάνω σειρές, πολύ "ανδρική" σειρά. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μία μεγάλη διαφημιστική εταιρεία στη Νέα Υόρκη πριν από μερικές δεκαετίες, με το αρειμάνιο κάπνισμα από μέρους όλων των πρωταγωνιστών να φιγουράρει ως ρετρό στοιχείο (πού να ξέρανε οι αμερικάνοι ότι σε τριτοκοσμικές χώρες σαν την Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη έτσι), και τους καρκαριομάχους διαφημιστές να επιδίδονται σε πισώπλατα μαχαιρώματα και ευγενείς μονομαχίες στο κυνήγι της επιτυχίας, του πλούτου και των γυναικών. Ενδιαφέρον το σχόλιο και για τη θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη.
-North Shore: θα μπορούσε να είναι μία ακόμη σειρά με ωραίους και ωραίες (αν και πρέπει να πω ότι όλοι είναι ποοοοολύυυυυ ωραίοι και όλες πολύυυυυυ ωραίες), αν έλειπε η πιο όμορφη πρωταγωνίστρια από όλες: η εξωτική Χαβάη. Η σειρά έχει γυριστεί σε ένα μεγάλο, υπερπολυτελές τουριστικό θέρετρο μίας νήσου της Χαβάης και μας κάνει συνεχώς να ονειρευόμαστε και να ζηλεύουμε βλέποντας τους πρωταγωνιστές σε διάφορες από τις δραστηριότητες που μπορεί κανείς να απολαύσει στο εξωτικό νησί: από καταδύσεις στους πανέμορφους βυθούς μέχρι jet ski και καταρρίχηση. (Δυστυχώς κράτησε μόνο μία σεζόν).
Αυτά τα ολίγα για τις τηλεοπτικές σειρές που έχει πάρει το μάτι μου το τελευταίο διάστημα. Αν επιδίδεστε σε μαζικό (ή επιλεκτικό) downloading, ρίξτε τους μια ματιά.
Δευτέρα, Ιανουαρίου 18, 2010
Another night, another dream...
Τώρα τελευταία τα όνειρά μου έχουν γίνει πιο μπερδεμένα και από ό,τι θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα το δόλιο το υποσυνείδητό μου. Συνεχίζω όμως να τα καταγράφω μέσα σε αυτό το blog (οκ, έχω παραλείψει κάποια πολύ x-rated) για να τα διαβάζετε κι εσείς και να τα θυμάμαι και εγώ (το ενδεχόμενο επιτυχούς ερμηνείας κάποιου ονείρου από αναγνώστη το θεωρώ πλέον απίθανο, καθώς δεν έχει συμβεί με κανένα από τα πολυάριθμα όνειρα που έχω καταγράψει ως τώρα, δεν ξέρεις βέβαια και ποτέ). Λοιπόν θα είμαι σύντομη και περιεκτική, καθώς δεν θυμάμαι και πολλά από το χθεσινοβραδυνό όνειρο, εκτός από μία αλεπού. Όπως συνειδητοποίησα μιλώντας στο σκυλί μας σήμερα, η αλεπού αυτή είχε μορφή ενδιάμεση ανάμεσα στα δύο μας σκυλιά, ένα χάσκι και ένα κοπριτέξ με λαμπραντόρ και πενήντα άλλες ράτσες μέσα του, ωραιότατο παρόλα αυτά. Τώρα ήταν κακιά, ήταν καλή, θα σας γελάσω. Κακιά δεν ήταν ακριβώς, ξέρω όμως ότι φοβόμουν λίγο μη μου επιτεθεί "επειδή δεν θα με καταλάβαινε" (όχι από κακία, το είπαμε αυτό, μόνο από παρεξήγηση θα δεχόμουν επίθεση) και ότι δεν ήθελα να μπει μέσα στο σπίτι. Επίσης θυμάμαι ότι στο "σπίτι" (που δεν ήταν κανένα συγκεκριμένο σπίτι, απλά ήταν "το σπίτι" στο όνειρο, οδηγούσε ένας δρόμος πολύ σκοτεινός, στρωμένος με πέτρες ή πλάκες σκουρόχρωμες, υγρές και κάπως γλιτσιασμένες (αν και κανονικά δεν έβλεπα, μάλλον "το ήξερα"). Επίσης μετά βρήκα λέει στην αλεπού αυτή ένα ταίρι, έναν αλεπούδο ολόιδιο με αυτήν, και άρχιζαν να παίζουν μαζί ευτυχισμένα και να στριφογυρίζουν ο ένας γύρω από τον άλλον όπως η αλεπού στο σήμα του firefox αλλά στο διπλό (να μία ακόμη συνεκδοχή του ονείρου, το σήμα του firefox έβλεπα!). Αν επιχειρήσω μία ερμηνεία βάση της ιδέας ότι κάθε τι μέσα στο όνειρό μας είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, ίσως η αλεπού στο όνειρο να ήταν η αδέσποτη, ημιάγρια πλευρά της ψυχής μου που βρήκε τη λύτρωση (ή απλά τους firefoxικούς στροβιλισμούς) στο άλλο της μισό. Lettera ricevuta. Stop.
Δευτέρα, Ιανουαρίου 11, 2010
Σκηνικά όνειρα
Ουφ, δύσκολο να το περιγράψω αυτό το όνειρο. Ούτε κι εγώ δεν κατάλαβα καλά καλά πώς περνούσα από τη μια σκηνή στην άλλη. Τη μια ήμουν με τον καλό μου μέσα σε ένα πλωτό μεταφορικό μέσο με αεροπορικά καθίσματα (κάτι σαν μεγάλο δελφίνι, αλλά με πιο "καραβίσιο" στυλ, και δεν καταφέρναμε ποτέ να καθίσουμε δίπλα ο ένας στον άλλον (επίσης εγώ δεν κατάφερνα να βρω μία θέση από όπου να μπορώ να βλέπω τηλεόραση, όλο κάποιος μου την έκρυβε, άσχετο). Μετά ήταν δίπλα μία αίθουσα σαν προθάλαμος προς ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο (εδώ κάπου το χάσαμε το πλωτό μέσο, αν και το άλλο μεγάλο δωμάτιο οδηγούσε στη θάλασσα, την οποία δεν έβλεπα αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί), και ο προθάλαμος αυτός ήταν υπερπολυτελής, με μάρμαρα μπεζ-κόκκινα κάτω, με τζάκι, πολύ μας κακομαθαίνετε κύριε πρέσβη. Το άλλο δωμάτιο (δίπλα στη θάλασσα) ήταν πιο... Savvy/Κτήμα Νεραντζιά στυλ, πολύ ψηλοτάβανο, μπορεί να μην είχε καν ταβάνι, να ήταν απλώς ένα ύφασμα άσπρο στηριγμένο σε δοκάρια. Και υπήρχε και κάποια βλάστηση (φοίνικες ήταν αναρριχώμενα ήταν, θα σας γελάσω). Και είχε και βότσαλα (εξού και η θάλασσα). Τελικά μάλλον ήταν το Savvy (θερινό παραθαλάσσιο bar-restaurant κοντά στα Χανιά για να βοηθήσω τους μη χανιώτες, πολύ ωραίο, να πάτε). Και μετά από όλη αυτή την αρχιτεκτονική ξενάγηση (γιατί δεν είχε και καθόλου υπόθεση το όνειρο μέχρι τώρα, απλώς δεν μπορούσαμε να καθίσουμε μαζί, α, ναι, και μετά αυτός έφυγε, ξέχασα να το πω), είμαστε στην εστία ενός πανεπιστημίου με τον καλό μου, και αυτός πάλι φεύγει και αφήνει στο τραπέζι ένα πουλόβερ, ένα άλλο ρούχο και έναν φορτιστή για λαπτοπ ή κάτι τέτοιο, με καλώδιο ένα πράγμα. Εγώ πάω να πάρω φαγητό (νομίζω πήρα παντζάρια συν κάτι άλλο που δεν θυμάμαι, ίσως τυρί) και παίρνω και ένα στυλό, μαρκαδοράκι που γράφει κοκκινο-καφέ. Ξεχνάω να πληρώσω στο ταμείο και πάω να καθίσω, στα μισά του δρόμου το θυμάμαι και κάνω να γυρίσω πίσω. Βγάζει κανείς νόημα;
Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2010
Αριστούργημα!
Απλά τέλειο, από την αρχή ως το τέλος. Είναι η εναρκτήρια σκηνή από την ταινία A Shot in the Dark της σειράς του Ροζ Πάνθηρα. Όταν την πρωτοείδα είχα γράψει την ταινία στο βίντεο και αφότου την είδα τη γύριζα συνέχεια από την αρχή για να βλέπω ξανά και ξανά αυτήν την αριστουργηματική σεκάνς (τσ, γνωρίζομεν και κινηματογραφικήν ορολογίαν!).
Οι ημιφωτισμένες σιλουέτες των εραστών που ψάχνουν ακροποδητί μέσα στη νύχτα να βρουν το παράνομο ταίρι τους μοιάζουν να ρέουν η μία μέσα στην άλλη. Σαν καλολαδωμένη μηχανή, η αλληλουχία των διαδρομών τους δεν διακόπτεται από ανεπιθύμητες συναντήσεις, λες και μία ουράνια νομοτέλεια εξασφαλίζει ότι ο καθένας θα φτάσει στον προορισμό του όπως το είχε σχεδιάσει, απόλυτα απαρατήρητος, σαν να ήταν μια σκιά, σαν να ήταν μια σταλιά από τη δροσιά που κουβαλά το εσπερινό αεράκι. Ο φωτισμός, το σκηνικό, η όλη ατμοσφαιρα σε κάνει να νιώθεις σχεδόν τη γλυκιά ψύχρα της βραδιάς, νομίζεις ότι φτάνει ως τα ρουθούνια σου η μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα ή το άρωμα της κοπέλας που τρέχει σαν το πουλάκι να συναντήσει τον αγαπημένο της.
Δεύτερο επίπεδο τελειότητας το τραγούδι. Η ρομαντικά υποβλητική μουσική στήνει βελούδινο χαλί για να έρθει να πατήσει μία φωνή όχι μόνο εξαιρετικά όμορφη, αλλά και καλυμμένη με πέπλο μυστηρίου. Το όνομα της τραγουδίστριας μένει ως σήμερα άγνωστο (πολλές οι υποψήφιες βέβαια), καθώς δεν υπάρχει πουθενά στους τίτλους της ταινίας, ούτε έχει κυκλοφορήσει επίσημα σε κάποιο δίσκο του Mancini (μόνο η μουσική του τραγουδιού, χωρίς τα λόγια, έχει κυκλοφορήσει σε συλλογή του συνθέτη). Κάτι έχει γίνει προφανώς με τα δικαιώματα του τραγουδιού και της φωνής, καταδικάζοντας στην αφάνεια τη γυναίκα που γρατζουνάει τις πιο μελό χορδές της ψυχής μας τραγουδώντας σπαρακτικά (ιδίως αυτό το "...of Paaaris" με σκοτώνει...), ανάγοντάς την όμως ταυτόχρονα σε μύθο.
Αυτό το μικρό διαμάντι ανοίγει την αυλαία μίας κλασικής κωμωδίας, και οι τίτλοι της αρχής αρχίζουν να πέφτουν αμέσως μετά τον πυροβολισμό.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009
Μια ελληνίδα στο χαρέμι
Την έχετε δει την ελληνική ταινία με τη Βλαχοπούλου; Θα την έχετε δει, δεν μπορεί. Όπου η γνωστή κωμικός βρίσκεται άθελά της στο παλάτι ενός σεΐχη, μαχαραγιά, τι ήταν αυτός (δεν τα πάω και πολύ καλά με τις βαθμίδες ιεραρχίας των αραβικών χωρών, αα! Μήπως ήταν εμίρης; Εμίρης νομίζω ήταν!), και βρίσκεται στη διασκεδαστικά δυσχερή θέση να πρέπει να τον διασκεδάσει χορεύοντας με πέπλα, πασούμια, φλουριά και λοιπά αραβοπρεπή χανουμοτζίντζιλα. Η άτυχη ηρωίδα φαίνεται να νιώθει σαφώς άβολα τόσο μέσα στην περιβολή της όσο και από τις απαιτήσεις του χορού που αναγκάζεται να χορέψει, προσποιούμενη χάρη, άνεση και διάθεση λάγνα.
Ε, ακριβώς το ίδιο ένιωσα κι εγώ πριν λίγες μέρες στο μάθημα του οριεντάλ. Τους ουκ ολίγους μήνες που απείχα από τα μαθήματα, οι επιμελείς συγχορεύτριές μου είχαν μάθει το υπόλοιπο κομμάτι μιας χορογραφίας που εγώ κουτσοθυμόμουν πια μονάχα την αρχή της. Άντε και πάμε να την κάνουμε. Εκτελώ το κομμάτι που θυμόμουν και φτάνοντας στο άγνωστο –για όλους πλην εμού- κομμάτι, επιστρατεύω όλη μου την προσοχή και προσπαθώ να μιμηθώ επί τόπου τις κινήσεις των συγχορευτριών. Το όλο εγχείρημα πάει σχετικά καλά (σε γενικές γραμμές, όταν πάνε αυτές μπροστά πάω κι εγώ μπροστά, όταν πάνε πίσω πάω κι εγώ πίσω) μέχρι που φτάνουμε στο πιο δραματικό (κυρίως για μένα) κομμάτι της χορογραφίας: τα πέπλα. Εκεί ένιωσα πραγματικά ότι ζούσα μέσα στην ταινία που περιγράφω παραπάνω. Βγάζουμε το πέπλο που έχουμε δεμένο στη μέση μας και αρχίζουμε να βηματίζουμε (με χάρη, άνεση και διάθεση λάγνα, πάντα), από τη μία στην άλλη πλευρά της αίθουσας, ανεμίζοντας το πέπλο μας, κάνοντάς το δυο-τρεις στροφές στον αέρα, φέρνοντάς το από δω, φέρνοντάς το από κει. Μία θάλασσα από πέπλα γύρω μου και εγώ να θαλασσοπνίγομαι προσπαθώντας να σωθώ με ιστίο το δικό μου πέπλο, το οποίο κατέληξε, χάρη στις επιδέξιες κινήσεις μου, τυλιγμένο γύρω από κεφάλι μου (ευτυχώς οι περισσότερες είχαν το μυαλό τους στη χορογραφία και δεν με πρόσεξαν). Από τότε επιλέγω ανάμεσα στα πέπλα που έχει η σχολή για το χορευτικό, ένα πέπλο από λεπτό τούλι, που μου επιτρέπει τουλάχιστον να βλέπω από μέσα.
Ε, ακριβώς το ίδιο ένιωσα κι εγώ πριν λίγες μέρες στο μάθημα του οριεντάλ. Τους ουκ ολίγους μήνες που απείχα από τα μαθήματα, οι επιμελείς συγχορεύτριές μου είχαν μάθει το υπόλοιπο κομμάτι μιας χορογραφίας που εγώ κουτσοθυμόμουν πια μονάχα την αρχή της. Άντε και πάμε να την κάνουμε. Εκτελώ το κομμάτι που θυμόμουν και φτάνοντας στο άγνωστο –για όλους πλην εμού- κομμάτι, επιστρατεύω όλη μου την προσοχή και προσπαθώ να μιμηθώ επί τόπου τις κινήσεις των συγχορευτριών. Το όλο εγχείρημα πάει σχετικά καλά (σε γενικές γραμμές, όταν πάνε αυτές μπροστά πάω κι εγώ μπροστά, όταν πάνε πίσω πάω κι εγώ πίσω) μέχρι που φτάνουμε στο πιο δραματικό (κυρίως για μένα) κομμάτι της χορογραφίας: τα πέπλα. Εκεί ένιωσα πραγματικά ότι ζούσα μέσα στην ταινία που περιγράφω παραπάνω. Βγάζουμε το πέπλο που έχουμε δεμένο στη μέση μας και αρχίζουμε να βηματίζουμε (με χάρη, άνεση και διάθεση λάγνα, πάντα), από τη μία στην άλλη πλευρά της αίθουσας, ανεμίζοντας το πέπλο μας, κάνοντάς το δυο-τρεις στροφές στον αέρα, φέρνοντάς το από δω, φέρνοντάς το από κει. Μία θάλασσα από πέπλα γύρω μου και εγώ να θαλασσοπνίγομαι προσπαθώντας να σωθώ με ιστίο το δικό μου πέπλο, το οποίο κατέληξε, χάρη στις επιδέξιες κινήσεις μου, τυλιγμένο γύρω από κεφάλι μου (ευτυχώς οι περισσότερες είχαν το μυαλό τους στη χορογραφία και δεν με πρόσεξαν). Από τότε επιλέγω ανάμεσα στα πέπλα που έχει η σχολή για το χορευτικό, ένα πέπλο από λεπτό τούλι, που μου επιτρέπει τουλάχιστον να βλέπω από μέσα.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009
Το όνειρο το χθεσινό ήταν πως είχα ένα μωρό...
(Σας έχω πρήξει με τα όνειρά μου το ξέρω. Εγώ όμως θέλω να τα καταγράφω και δεν με νοιάζει και να τα δημοσιεύω -μπορεί κάποιος αναγνώστης να έχει να μου πει καμία εύστοχη ερμηνεία, αν και μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο). Λοιπόν έχουμε και λέμε:
Είχα ένα μωρό. Ένα τέλειο μωρό που το είχα κάνει μαζί με τον καλό μου αλλά δεν μέναμε μαζί και οι τρεις. Εγώ σπιτάκι μου, ο καλός μου σπιτάκι του και το μωρό το ανέθρεφαν άλλοι στο διαμέρισμα που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η γιαγιά μου με τη γυναίκα που την προσέχει. Το μωρό μου όπως είπα ήταν φανταστικό, το έκανα χωρίς πόνο (ναι καλά, στον ύπνο σου), χωρίς να μου αφήσει ραγάδες ή χαλαρότητα στην κοιλιά (και πάλι στον ύπνο σου). Στην αρχή ήταν πολύ μικρό, σαν κούκλα, μέσα σε κανένα δίμηνο όμως (το οποίο παρήλθε γρήγορα όπως καταλαβαίνετε, παραβιάζοντας τους κανόνες που διέπουν τη φυσιολογική ροή του χρόνου με χαρακτηριστική ευκολία, όπως γίνεται πάντα στα όνειρα) όχι μόνο είχε μεγαλώσει, αλλά είχε αρχίσει να μιλάει και να λέει διάφορες λέξεις εκτός από μαμά, στην πραγματικότητα προσπαθούσε εξ αρχής να σχηματίσει μία πλήρη πρόταση αλλά δεν του έβγαινε ακόμη ολοκληρωμένη κυρίως επειδή δεν μπορούσε ανατομικά ακόμη να μιλήσει, όχι πως δεν ήξερε τι ήθελε να πει (δεν θα μου έκανε δηλαδή εντύπωση αν στο intended meaning της πρώτης του πρότασης ήταν μέσα και η λέξη «αποκέντρωση», π.χ.). Μια μέρα (του ονειρικού χρόνου, είπαμε) είμαι στο διαμέρισμα και παίζω με το μωρό, όταν αντιλαμβάνομαι ότι το κρεβάτι της γιαγιάς είναι στρωμένο και υπόπτως άδειο. Ρωτάω αν κάτι συνέβη και μου λένε ότι η γιαγιά έπρεπε να κατεβεί να πάει downtown για να συναντηθεί με κάτι δικηγόρους για θέματα που αφορούσαν την περιουσία της, που κάποιοι επιτήδειοι πήγαιναν να της την φάνε. Είπα ότι κακώς δεν το ήξερα νωρίτερα, θα τους σύστηνα την κουμπάρα μου που είναι εξαιρετική δικηγόρος (άσχετο, το ξέρω). Ας επανέλθω στο μωρό και στην ιδιαίτερη γλωσσική του ικανότητα. Αντιλαμβανόμενη λοιπόν ότι το μωρό όχι μόνο μιλάει αλλά είναι έτοιμο και να ρητορεύσει, πάω να βρω τον καλό μου να του πω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, ένα γάμο, μία συγκατοίκηση, κάτι. Και τον βρίσκω πού λέτε; Είναι ένα αυτοκίνητο, στο πορτ-μπαγκάζ του οποίου υπάρχουν κάτι σακούλες άσπρες με ωμά κρέατα μέσα, κάτι τεράστια κομμάτια (τα κρέατα ανήκαν στη γιαγιά μου, όπως ήξερα με τη βεβαιότητα που στα όνειρα μας συνοδεύει σχετικά με την προέλευση διαφόρων πραγμάτων). Και αυτός είναι μέσα στο πορτ-μπαγκάζ και έχει πιάσει ένα τεράστιο πόδι πουλερικού (με δάκτυλα και νύχια πάνω!) και το τρώει ωμό!!! Η αηδία μου δεν περιγράφεται, φίλες και φίλοι. Ακόμη και το ξίγκι, που πιο αηδία δεν υπάρχει, το τρώει έτσι, ωμό! Συνειδητοποιώ με πόνο τη στιγμή εκείνη ότι με τον άνθρωπο αυτό δεν ταιριάζουμε, ότι είναι πολύ άξεστος και δεν θα μπορούμε να ζήσουμε αρμονικά σαν ζευγάρι. Αποφασίζω όμως να κάνω υπομονή για χάρη του παιδιού (εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω όσα ζευγάρια κάνουν την υποχώρηση να μένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους) και να χωρίσω μόνο όταν και εφόσον αντιληφθώ ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που είναι πραγματικά καλύτερα για το παιδί να ζει με χωρισμένους γονείς.
Αυτό ήταν εν πολλοίς το όνειρο. Δεν ξέρω αν θέλω να μπω στη διαδικασία να το αναλύσω…
Είχα ένα μωρό. Ένα τέλειο μωρό που το είχα κάνει μαζί με τον καλό μου αλλά δεν μέναμε μαζί και οι τρεις. Εγώ σπιτάκι μου, ο καλός μου σπιτάκι του και το μωρό το ανέθρεφαν άλλοι στο διαμέρισμα που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η γιαγιά μου με τη γυναίκα που την προσέχει. Το μωρό μου όπως είπα ήταν φανταστικό, το έκανα χωρίς πόνο (ναι καλά, στον ύπνο σου), χωρίς να μου αφήσει ραγάδες ή χαλαρότητα στην κοιλιά (και πάλι στον ύπνο σου). Στην αρχή ήταν πολύ μικρό, σαν κούκλα, μέσα σε κανένα δίμηνο όμως (το οποίο παρήλθε γρήγορα όπως καταλαβαίνετε, παραβιάζοντας τους κανόνες που διέπουν τη φυσιολογική ροή του χρόνου με χαρακτηριστική ευκολία, όπως γίνεται πάντα στα όνειρα) όχι μόνο είχε μεγαλώσει, αλλά είχε αρχίσει να μιλάει και να λέει διάφορες λέξεις εκτός από μαμά, στην πραγματικότητα προσπαθούσε εξ αρχής να σχηματίσει μία πλήρη πρόταση αλλά δεν του έβγαινε ακόμη ολοκληρωμένη κυρίως επειδή δεν μπορούσε ανατομικά ακόμη να μιλήσει, όχι πως δεν ήξερε τι ήθελε να πει (δεν θα μου έκανε δηλαδή εντύπωση αν στο intended meaning της πρώτης του πρότασης ήταν μέσα και η λέξη «αποκέντρωση», π.χ.). Μια μέρα (του ονειρικού χρόνου, είπαμε) είμαι στο διαμέρισμα και παίζω με το μωρό, όταν αντιλαμβάνομαι ότι το κρεβάτι της γιαγιάς είναι στρωμένο και υπόπτως άδειο. Ρωτάω αν κάτι συνέβη και μου λένε ότι η γιαγιά έπρεπε να κατεβεί να πάει downtown για να συναντηθεί με κάτι δικηγόρους για θέματα που αφορούσαν την περιουσία της, που κάποιοι επιτήδειοι πήγαιναν να της την φάνε. Είπα ότι κακώς δεν το ήξερα νωρίτερα, θα τους σύστηνα την κουμπάρα μου που είναι εξαιρετική δικηγόρος (άσχετο, το ξέρω). Ας επανέλθω στο μωρό και στην ιδιαίτερη γλωσσική του ικανότητα. Αντιλαμβανόμενη λοιπόν ότι το μωρό όχι μόνο μιλάει αλλά είναι έτοιμο και να ρητορεύσει, πάω να βρω τον καλό μου να του πω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, ένα γάμο, μία συγκατοίκηση, κάτι. Και τον βρίσκω πού λέτε; Είναι ένα αυτοκίνητο, στο πορτ-μπαγκάζ του οποίου υπάρχουν κάτι σακούλες άσπρες με ωμά κρέατα μέσα, κάτι τεράστια κομμάτια (τα κρέατα ανήκαν στη γιαγιά μου, όπως ήξερα με τη βεβαιότητα που στα όνειρα μας συνοδεύει σχετικά με την προέλευση διαφόρων πραγμάτων). Και αυτός είναι μέσα στο πορτ-μπαγκάζ και έχει πιάσει ένα τεράστιο πόδι πουλερικού (με δάκτυλα και νύχια πάνω!) και το τρώει ωμό!!! Η αηδία μου δεν περιγράφεται, φίλες και φίλοι. Ακόμη και το ξίγκι, που πιο αηδία δεν υπάρχει, το τρώει έτσι, ωμό! Συνειδητοποιώ με πόνο τη στιγμή εκείνη ότι με τον άνθρωπο αυτό δεν ταιριάζουμε, ότι είναι πολύ άξεστος και δεν θα μπορούμε να ζήσουμε αρμονικά σαν ζευγάρι. Αποφασίζω όμως να κάνω υπομονή για χάρη του παιδιού (εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω όσα ζευγάρια κάνουν την υποχώρηση να μένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους) και να χωρίσω μόνο όταν και εφόσον αντιληφθώ ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που είναι πραγματικά καλύτερα για το παιδί να ζει με χωρισμένους γονείς.
Αυτό ήταν εν πολλοίς το όνειρο. Δεν ξέρω αν θέλω να μπω στη διαδικασία να το αναλύσω…
Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009
Ο αχταρμάς μέσα μου
Η ακαταστασία που με χαρακτηρίζει (χαμένη από χέρι στην άνιση μάχη με την εντροπία) δεν σταματά στον χώρο που με περιβάλλει αλλά φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του μπερδεμένου μου μυαλού. Παλιά περιοδικά, ρούχα που δεν θα ξαναβάλω αλλά δεν το παίρνω απόφαση πια, ένα άδειο κουτάκι βιταμίνες, τσάντες, παπούτσια, νεσεσεράκια με άχρηστα πραγματάκια, κάνουν στοίβες και στοίβες και στοίβες στο δωμάτιό μου και στο κεφάλι μου. Το καλό (ας πούμε) είναι ότι έχω τεράστια ανοχή στην ακαταστασία. Σηκώνω πολύ πράμα, άλλος θα πάθαινε παράκρουση με τις μεγαποσότητες εντροπίας που αντέχω εγώ. Το κακό είναι ότι κάποια στιγμή ανοίγεις το ντουλάπι όπου πέταξες όπως όπως ένα σωρό χλαπατσίμπαλα (ή μήπως τα λένε κλαπατσίμπαλα;) και σου έρχονται όλα μαζί στο κεφάλι. Αυτό παθαίνω πολλές φορές με τα συναισθήματά μου. Αρνούμενη πεισματικά να ψάξω, να ξεχωρίσω, να αναγνωρίσω, να πετάξω τα άχρηστα και τοξικά, αφήνοντάς τα για καιρό όλα εκεί στη μέση, κάποια στιγμή με πνίγουν. Έρχεται η στιγμή που δεν μπορώ πια ούτε να αναπνεύσω, που δεν ξέρω πια τι φταίει, τι να πετάξω και τι να κρατήσω, ποια είναι τα ωφέλιμα και ποια τα άχρηστα, και ασφυκτιώ μέσα στον αχταρμά που επικρατεί στο κεφάλι μου. Δεν θέλω να ψυχαναλυθώ, δεν θέλω να οργανώσω βιώματα, επιδράσεις, τάσεις, λάθη, σωστά. Θέλω απλά να ξεμπουρδουκλωθώ. Ούτε καν αυτό, μάλλον. Θέλω απλά να νιώθω καλύτερα και να μην μου πέφτουν οι στοίβες στο κεφάλι. Θέλω να βρω πώς κλειδώνει το ντουλάπι. (Καλά το παω, σε λίγο θα αρχίσουν να μου πέφτουν στο κεφάλι ολόκληρες ντουλάπες!)
Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2009
Εύκολο light σοκολατογλυκό
Γρήγορο γρήγορο, εύκολο εύκολο (τόσο εύκολο που εγώ το έκανα από την αρχή απ'ευθείας στο ταψί σιλικόνης που χρησιμοποίησα και δεν λέρωσα ούτε μπωλ!). Μπορεί να μην είναι υπερπλούσιο και αμαρτωλό σαν κανονικό γλυκό αλλά σίγουρα μπορεί να κατευνάσει μία ανεξέλεγκτη και εκρηκτική επιθυμία για σοκολατοειδές έχοντας ασύγκριτα λιγότερες θερμίδες, μειώνοντας έτσι αισθητά το κόστος που θα έχει μία ασυγκράτητη αμαρτωλή διάθεση για τη σιλουέτα σας.
1 φλυτζάνι ζάχαρη ή το αντίστοιχο σε φρουκτόζη (δηλ. 2/3)
6 κουτ. σούπας γιαούρτι
1/2 φλυτζάνι κακάο
1 βανίλια
2 ασπράδια αυγών (αν και καμιά φορά λυπάμαι να πετάξω τους κρόκους και βάλω τουλάχιστον τον έναν)
1/2 φλ. αλεύρι
1/4 φλ. φουντούκια ψιλοκομμένα
Ζάχαρη άχνη
Ανακατεύουμε τη ζάχαρη, το κακάο και το γιαούρτι. Προσθέτουμε τα ασπράδια και τη βανίλια και ανακατεύουμε. Σιγά σιγά ρίχνουμε και το αλεύρι. Στο τέλος προσθέτουμε τα φουντούκια, ίσα να ανακατευτούν. Ψήνουμε για 25-28 λεπτά σε βουτυρωμένο ταψί στους 180. Πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη.
1 φλυτζάνι ζάχαρη ή το αντίστοιχο σε φρουκτόζη (δηλ. 2/3)
6 κουτ. σούπας γιαούρτι
1/2 φλυτζάνι κακάο
1 βανίλια
2 ασπράδια αυγών (αν και καμιά φορά λυπάμαι να πετάξω τους κρόκους και βάλω τουλάχιστον τον έναν)
1/2 φλ. αλεύρι
1/4 φλ. φουντούκια ψιλοκομμένα
Ζάχαρη άχνη
Ανακατεύουμε τη ζάχαρη, το κακάο και το γιαούρτι. Προσθέτουμε τα ασπράδια και τη βανίλια και ανακατεύουμε. Σιγά σιγά ρίχνουμε και το αλεύρι. Στο τέλος προσθέτουμε τα φουντούκια, ίσα να ανακατευτούν. Ψήνουμε για 25-28 λεπτά σε βουτυρωμένο ταψί στους 180. Πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009
What do you do when you don't know what to do?
Ελληνικά: τι κάνεις όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις; Όταν το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις δεν έχει εμφανή λύση, όταν κάθε σου προσπάθεια πέφτει στο κενό; Μία τακτική που εφαρμόζω συχνά στη ζωή μου, είναι, πρέπει να ομολογήσω, ο στρουθοκαμηλισμός. Κάνω απλά ότι δεν το βλέπω. Σαν να μην υπάρχει. Πιστεύοντας ότι αν το αγνοήσω με αρκετή αδιαφορία θα εξαφανιστεί κιόλας. Κι αυτό μένει εκεί και τρέφεται από το χρόνο που του δίνεις, για να χτυπήσει πιο δυνατά την επόμενη φορά που θα αποφασίσει να σου υπενθυμίσει την ύπαρξή του. Είμαι δειλή. Ξέρω ότι το τέρας είναι μέσα στη σπηλιά και νομίζω ότι μπορώ να κάνω αρκετή ησυχία ώστε να περάσω απ'έξω και να φύγω χωρίς να με πάρει χαμπάρι, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν κοιμάται καν, και είναι ζήτημα χρόνου να βγει έξω να με κάνει μία χαψιά. When ignorance is bliss it's folly to be wise. Δειλή. Λιπόψυχη. Άξια των κακών που θα με βρουν και ανίκανη να τα αποφύγω.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 02, 2009
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 20, 2009
Baby, baby!
Τι φωνή, τι στριγγλιά, τι πάθος, τι δυναμική, τι οδυρμός... Το νεότερο γειτονάκι μου κάνει την παρουσία του στη γειτονιά κάτι παραπάνω από αισθητή. Ανοίγει το σατανικό στοματάκι του και εξαπολύει βροντερές στριγγλιές που με τρόπο μαγικό μετατρέπουν τις πιο ευαίσθητες χορδές του νευρικού μας συστήματος σε ξεχαρβαλωμένο μπαγλαμά. Και η μαμά του; Τι κάνει; Όταν το μικρό αγγελούδι την ξεκουφαίνει, το παίρνει αγκαλιά και το βγάζει στο δρόμο, πρώτον για να του αποσπάσουν κάπως την προσοχή οι εκεί παραστάσεις και δεύτερον για να ανακουφίζεται από την ένταση της γλυκιάς φωνούλας του, καθώς τα ηχητικά κύματα δεν επιστρέφουν σε αυτήν κατόπιν ανακλάσεως στους τοίχους του σπιτιού, αλλά ταξιδεύουν πέρα για πέρα... φτάνοντας ως τα δικά μας αδικοπαθημένα αυτιά.
Άντε να χειμωνιάσει να το κρατάει μέσα γιατί δεν μας βλέπω να την παλεύουμε πολύ ακόμα...
Άντε να χειμωνιάσει να το κρατάει μέσα γιατί δεν μας βλέπω να την παλεύουμε πολύ ακόμα...
The others
Τώρα που έγραψα το αποχαιρετιστήριο ίσως post μου (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση) μου ήρθε και η όρεξη να γράψω κάτι ακόμα (φαίνεται η ιδέα του αποχωρισμού με λαχταράει, μπορεί όμως και να είναι σημάδι ανάκαμψης και επιστροφής στη μπλογκοσυγγραφή). Ας γράψω λοιπόν για άλλα μπλογκ που έχουν όπως και το δικό μου μαραζώσει. Ο φίλος workaholic, π.χ. που με μύησε στο μπλογκ, ήταν ο πρώτος που διάβαζα και που με τον τρόπο που έγραφε έκανε να ωριμάσει και μέσα μου η επιθυμία να γράψω κι εγώ κάτι δικό μου στο web. Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα ήξερα ότι είχα να κάνω με ένα άτομο ανοικτόκαρδο, δραστήριο, με αγάπη για τη ζωή και τους άλλους ανθρώπους. Μέσα από το μπλογκ του μπόρεσα να τον γνωρίσω καλύτερα, να δω πώς σκέφτεται, πώς αντιμετωπίζει τα περιστατικά που συμβαίνουν στη ζωή του, τι τον ενθουσιάζει και τι τον στεναχωρεί περισσότερο, να ρίξω ίσως μια ματιά σε πράγματα λίγο πιο προσωπικά και ενδόμυχα από ό,τι θα μου αποκάλυπτε σε έναν καφέ (αν και ομολογώ ότι πολλές φορές μου έχει αποκαλύψει πολύ ανοικτά πράγματα με μεγάλο προσωπικό βάρος). Κατά κάποιο τρόπο το μπλογκ του συμπλήρωνε την εικόνα που αποκτούσα για αυτόν από κοντά. Υπάρχουν πολλά είδη μπλογκ. Πχ. μπλογκ με ιστοριούλες και διηγηματάκια, μπλογκ με μπινελίκια, γκρίνιες και γενικά μία φιλοσοφία του τύπου "τα χώνουμε όπου βρούμε", μπλογκ με αυστηρά έως δύσκαμπτα δοκίμια για άσκηση ύφους και εμβριθή έως αμπελοφιλοσοφική ανάπτυξη ποικίλων ιδεών, και μπλογκ με απλό, προσωπικό, αληθινό ύφος και περιεχόμενο, όπου ο συγγραφέας σου μιλάει περίπου όπως αν βρισκόσασταν από κοντά και κουβεντιάζατε. Χωρίς να σου πουλάει πνεύμα, χωρίς να προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει, απλά σου δείχνει τον εαυτό του, τα ενδιαφέροντα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Έτσι ήταν το μπλογκ του Χρήστου. Κι έτσι ήθελα να γράφω κι εγώ. Φλέρταρα λίγο καμία φορά με τις λέξεις, όπως κι εκείνος, όμως πάντα ό,τι έγραφα ήταν μία σκέψη αληθινή, που έβγαινε από μέσα μου όπως θα τη διατύπωνα αν έγραφα σε μία φίλη, ή ακόμη και αν κρατούσα ημερολόγιο. Όπως όμως είπα και στο προηγούμενο post, τα ρόδα είναι για τη ζωή και τα αγκάθια για την τέχνη. Ο Χρήστος είχε πολύ καλύτερο μπλογκ όταν από τη ζωή του έλλειπαν πολλά από τα πράγματα που την πλουτίζουν τώρα, όταν "αγαπούσε τη Τζέην αλλά αυτή αγαπούσε τον Ταρζάν", όπως ήταν ο τότε τίτλος του. Γιατί τότε έγραφε πραγματικά πράγματα προσωπικά. Τώρα το νέο του μπλογκ είναι σαν μαγκαζίνο. Έχει θέματα. Δεν λέω, πολλές φορές παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν έχει όμως μέσα Χρήστο. Θα μπορούσε να το έχει γράψει ο οποιοσδήποτε. Αποζητώ έστω και μία ακτίνα φωτός που θα μπει μέσα από τη πιο μικρή χαραμάδα και θα φωτίσει μία πραγματική, αυθεντική διάθεσή του, μία σκέψη, έναν φόβο (ίσως τώρα που είναι παντρεμένος οι φόβοι του να έχουν γίνει ανομολόγητοι, δεν ξέρω). Το ίδιο είχε γίνει και με το blog της Silent Soul, την οποία ήξερα πολύ λιγότερο και έμαθα μέσα από το μπλογκ της πολύ περισσότερο, με τη διαφορά ότι την ακτίνα εκείνη που σας έλεγα παραπάνω είδα σήμερα να την εκπέμπει σε μία ανάρτησή της. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο παρήγορο είναι για μένα να ξέρω ότι και κάποιος άλλος που φαινομενικά τα πιο πολλά πράγματα στη ζωή του είναι μια χαρά κάνει τέτοιες σκέψεις. Να ξέρω ότι ναι, είμαι κι εγώ αχάριστη όταν έχω τόσα πολλά και όμως παραπονιέμαι και μιζεριάζομαι, ή φοβάμαι και αγχώνομαι υπερβολικά, αλλά δεν είμαι η μόνη. Ελπίζω στο μέλλον τόσο αυτοί όσο και εγώ να γράφουμε (αν γράφουμε) πράγματα αληθινά και από ψυχής και να κάνουμε τα μπλογκ μας παράθυρα στην καρδιά και τη σκέψη μας και όχι κάτι μεταξύ Ε και ΒήΜαgazino.
Is this the end?
Τι να κάνω με το μπλογκ αυτό; Να το σβήσω; Να το αφήσω εκεί να υπάρχει σαν σκονισμένο αρχείο ώστε να μπορεί, όποιος θέλει, να διαβάζει; Η αλήθεια είναι ότι με έχουν εντυπωσιάσει ετεροχρονισμένα σχόλια για αναρτήσεις πολυκαιρισμένες και σχεδόν ξεχασμένες πια, και είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δεν το έχω διαγράψει ακόμη. Κυρίως για αναρτήσεις από την εποχή που είχα χωρίσει από την προηγούμενη σχέση μου (πολυγραφότατη ήμουν τότε) έχω δεχθεί όψιμα σχόλια, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι ότι κάποιος που βρίσκεται τώρα στη φάση που ήμουν εγώ τότε (και που με βρήκε πώς; Έβαλε τη λέξη "χωρισμός" στο google; Τεσπαν) ίσως μέσα στα παλιά μου γραπτά κάτι να βρει που θα τον βοηθήσει ή να τον κάνει να νιώσει καλύτερα (ή χειρότερα, αλλά μέσα από μία παρήγορη ταύτιση με κάποιον άλλον).
Πλέον στο μπλογκ δεν πολυγράφω, όπως θα έχετε μάλλον παρατηρήσει. Τώρα γιατί, ούτε κι εγώ καλά καλά ξέρω. Ίσως γιατί το έχω ακόμη κρυφό από αρκετά άτομα (ακόμη και κοντινούς φίλους) και δεν το έχω "εντάξει" πλήρως στη ζωή μου (θα ήταν αλλιώς αν είχα μιλήσει για αυτό σε όλα τα άτομα που ξέρω και ήταν για μένα ένας "κόμβος επικοινωνίας" με τους άλλους). Αν και έτσι μάλλον θα έχανε κάτι από την προσωπική και ιδιωτική του φύση (τα άτομα στα οποία έχω εμπιστευτεί την ύπαρξή του νιώθω ότι μπορούν να καταλάβουν καλύτερα κάποια πολύ ιδιοσυγρασιακά πράγματα που γράφω, κυρίως τις διαθέσεις μου όταν αυτές γίνονται λίγο πιο κατηφείς και σκοτεινές από ό,τι θα ήθελα να αποκαλύψω στους πολλούς). Μπορεί και να κάνω λάθος. Μπορεί όσοι με διαβάζουν (με διάβαζαν, για να το πω σωστά, γιατί πλέον με τόση στασιμότητα θα έχουν όλοι λακίσει) να το κάνουν κυρίως από περιέργεια και όταν βλέπουν κάτι πιο μύχιο και αλλόκοτο να τρομάζουν ή να ανησυχούν για την ψυχική μου ισορροπία, και να αποφασίζουν ότι θα προτιμήσουν στο εξής να περιορίσουν την εκ του σύνεγγυς επαφή μαζί μου γιατί μάλλον πως δεν στέκω και πολύ καλά η καημένη. (Μα τι γράφω;)
Τελοσπάντων, θα δώσω μία ακόμη πίστωση χρόνου σε αυτό το έρμο το μπλογκ. Από την αρχή το έβλεπα σαν ένα μήνυμα στο μπουκάλι, με εμένα τον ναυαγό σε ένα έρημο νησί να γράφω τις σκέψεις μου και να τις εμπιστεύομαι στη θάλασσα για να τις μεταφέρει σε άγνωστους παραλήπτες. Αλλά φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα μάλλον απορροφήθηκα πολύ από τη ζωή και τις σκέψεις μου στο νησί (πώς να φτιάξω την καλύβα μου τώρα που έρχεται χειμώνας, πώς θα φτάσω τις πάνω καρύδες γιατί τις κάτω που τις έφτανα τις έχω φάει όλες, πού θα στήσω την αιώρα που τόσο καιρό λέω να φτιάξω και τέτοια) και δεν καταδέχτηκα να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο, μπας κι έρθει κανείς και με γλιτώσει από την ερημιά μου. Πιθανόν γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω ότι το νησί μου ήταν πολύ μακριά από την κοντινότερη στεριά. Ίσως όμως και να μην είναι έτσι...
Πλέον στο μπλογκ δεν πολυγράφω, όπως θα έχετε μάλλον παρατηρήσει. Τώρα γιατί, ούτε κι εγώ καλά καλά ξέρω. Ίσως γιατί το έχω ακόμη κρυφό από αρκετά άτομα (ακόμη και κοντινούς φίλους) και δεν το έχω "εντάξει" πλήρως στη ζωή μου (θα ήταν αλλιώς αν είχα μιλήσει για αυτό σε όλα τα άτομα που ξέρω και ήταν για μένα ένας "κόμβος επικοινωνίας" με τους άλλους). Αν και έτσι μάλλον θα έχανε κάτι από την προσωπική και ιδιωτική του φύση (τα άτομα στα οποία έχω εμπιστευτεί την ύπαρξή του νιώθω ότι μπορούν να καταλάβουν καλύτερα κάποια πολύ ιδιοσυγρασιακά πράγματα που γράφω, κυρίως τις διαθέσεις μου όταν αυτές γίνονται λίγο πιο κατηφείς και σκοτεινές από ό,τι θα ήθελα να αποκαλύψω στους πολλούς). Μπορεί και να κάνω λάθος. Μπορεί όσοι με διαβάζουν (με διάβαζαν, για να το πω σωστά, γιατί πλέον με τόση στασιμότητα θα έχουν όλοι λακίσει) να το κάνουν κυρίως από περιέργεια και όταν βλέπουν κάτι πιο μύχιο και αλλόκοτο να τρομάζουν ή να ανησυχούν για την ψυχική μου ισορροπία, και να αποφασίζουν ότι θα προτιμήσουν στο εξής να περιορίσουν την εκ του σύνεγγυς επαφή μαζί μου γιατί μάλλον πως δεν στέκω και πολύ καλά η καημένη. (Μα τι γράφω;)
Τελοσπάντων, θα δώσω μία ακόμη πίστωση χρόνου σε αυτό το έρμο το μπλογκ. Από την αρχή το έβλεπα σαν ένα μήνυμα στο μπουκάλι, με εμένα τον ναυαγό σε ένα έρημο νησί να γράφω τις σκέψεις μου και να τις εμπιστεύομαι στη θάλασσα για να τις μεταφέρει σε άγνωστους παραλήπτες. Αλλά φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα μάλλον απορροφήθηκα πολύ από τη ζωή και τις σκέψεις μου στο νησί (πώς να φτιάξω την καλύβα μου τώρα που έρχεται χειμώνας, πώς θα φτάσω τις πάνω καρύδες γιατί τις κάτω που τις έφτανα τις έχω φάει όλες, πού θα στήσω την αιώρα που τόσο καιρό λέω να φτιάξω και τέτοια) και δεν καταδέχτηκα να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο, μπας κι έρθει κανείς και με γλιτώσει από την ερημιά μου. Πιθανόν γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω ότι το νησί μου ήταν πολύ μακριά από την κοντινότερη στεριά. Ίσως όμως και να μην είναι έτσι...
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009
Spongebob Makropoulopants
Νομίζω από ένα επίπεδο χωσίματος στη δουλειά και πάνω, η μόνη μουσική που θες να ακούσεις είναι τα σκυλάδικα. Από κει που καλά καλά δεν άκουγα ελληνικά, ξαφνικά πεθαίνω για Μακρόπουλο! Απολαύστε την "κατάσταση εκτάκτου ανάγκης" με τη σκηνική παρουσία του Μπομπ Σφουγγαράκη:
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)