Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009

Μια ελληνίδα στο χαρέμι

Την έχετε δει την ελληνική ταινία με τη Βλαχοπούλου; Θα την έχετε δει, δεν μπορεί. Όπου η γνωστή κωμικός βρίσκεται άθελά της στο παλάτι ενός σεΐχη, μαχαραγιά, τι ήταν αυτός (δεν τα πάω και πολύ καλά με τις βαθμίδες ιεραρχίας των αραβικών χωρών, αα! Μήπως ήταν εμίρης; Εμίρης νομίζω ήταν!), και βρίσκεται στη διασκεδαστικά δυσχερή θέση να πρέπει να τον διασκεδάσει χορεύοντας με πέπλα, πασούμια, φλουριά και λοιπά αραβοπρεπή χανουμοτζίντζιλα. Η άτυχη ηρωίδα φαίνεται να νιώθει σαφώς άβολα τόσο μέσα στην περιβολή της όσο και από τις απαιτήσεις του χορού που αναγκάζεται να χορέψει, προσποιούμενη χάρη, άνεση και διάθεση λάγνα.
Ε, ακριβώς το ίδιο ένιωσα κι εγώ πριν λίγες μέρες στο μάθημα του οριεντάλ. Τους ουκ ολίγους μήνες που απείχα από τα μαθήματα, οι επιμελείς συγχορεύτριές μου είχαν μάθει το υπόλοιπο κομμάτι μιας χορογραφίας που εγώ κουτσοθυμόμουν πια μονάχα την αρχή της. Άντε και πάμε να την κάνουμε. Εκτελώ το κομμάτι που θυμόμουν και φτάνοντας στο άγνωστο –για όλους πλην εμού- κομμάτι, επιστρατεύω όλη μου την προσοχή και προσπαθώ να μιμηθώ επί τόπου τις κινήσεις των συγχορευτριών. Το όλο εγχείρημα πάει σχετικά καλά (σε γενικές γραμμές, όταν πάνε αυτές μπροστά πάω κι εγώ μπροστά, όταν πάνε πίσω πάω κι εγώ πίσω) μέχρι που φτάνουμε στο πιο δραματικό (κυρίως για μένα) κομμάτι της χορογραφίας: τα πέπλα. Εκεί ένιωσα πραγματικά ότι ζούσα μέσα στην ταινία που περιγράφω παραπάνω. Βγάζουμε το πέπλο που έχουμε δεμένο στη μέση μας και αρχίζουμε να βηματίζουμε (με χάρη, άνεση και διάθεση λάγνα, πάντα), από τη μία στην άλλη πλευρά της αίθουσας, ανεμίζοντας το πέπλο μας, κάνοντάς το δυο-τρεις στροφές στον αέρα, φέρνοντάς το από δω, φέρνοντάς το από κει. Μία θάλασσα από πέπλα γύρω μου και εγώ να θαλασσοπνίγομαι προσπαθώντας να σωθώ με ιστίο το δικό μου πέπλο, το οποίο κατέληξε, χάρη στις επιδέξιες κινήσεις μου, τυλιγμένο γύρω από κεφάλι μου (ευτυχώς οι περισσότερες είχαν το μυαλό τους στη χορογραφία και δεν με πρόσεξαν). Από τότε επιλέγω ανάμεσα στα πέπλα που έχει η σχολή για το χορευτικό, ένα πέπλο από λεπτό τούλι, που μου επιτρέπει τουλάχιστον να βλέπω από μέσα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

Το όνειρο το χθεσινό ήταν πως είχα ένα μωρό...

(Σας έχω πρήξει με τα όνειρά μου το ξέρω. Εγώ όμως θέλω να τα καταγράφω και δεν με νοιάζει και να τα δημοσιεύω -μπορεί κάποιος αναγνώστης να έχει να μου πει καμία εύστοχη ερμηνεία, αν και μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο). Λοιπόν έχουμε και λέμε:

Είχα ένα μωρό. Ένα τέλειο μωρό που το είχα κάνει μαζί με τον καλό μου αλλά δεν μέναμε μαζί και οι τρεις. Εγώ σπιτάκι μου, ο καλός μου σπιτάκι του και το μωρό το ανέθρεφαν άλλοι στο διαμέρισμα που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η γιαγιά μου με τη γυναίκα που την προσέχει. Το μωρό μου όπως είπα ήταν φανταστικό, το έκανα χωρίς πόνο (ναι καλά, στον ύπνο σου), χωρίς να μου αφήσει ραγάδες ή χαλαρότητα στην κοιλιά (και πάλι στον ύπνο σου). Στην αρχή ήταν πολύ μικρό, σαν κούκλα, μέσα σε κανένα δίμηνο όμως (το οποίο παρήλθε γρήγορα όπως καταλαβαίνετε, παραβιάζοντας τους κανόνες που διέπουν τη φυσιολογική ροή του χρόνου με χαρακτηριστική ευκολία, όπως γίνεται πάντα στα όνειρα) όχι μόνο είχε μεγαλώσει, αλλά είχε αρχίσει να μιλάει και να λέει διάφορες λέξεις εκτός από μαμά, στην πραγματικότητα προσπαθούσε εξ αρχής να σχηματίσει μία πλήρη πρόταση αλλά δεν του έβγαινε ακόμη ολοκληρωμένη κυρίως επειδή δεν μπορούσε ανατομικά ακόμη να μιλήσει, όχι πως δεν ήξερε τι ήθελε να πει (δεν θα μου έκανε δηλαδή εντύπωση αν στο intended meaning της πρώτης του πρότασης ήταν μέσα και η λέξη «αποκέντρωση», π.χ.). Μια μέρα (του ονειρικού χρόνου, είπαμε) είμαι στο διαμέρισμα και παίζω με το μωρό, όταν αντιλαμβάνομαι ότι το κρεβάτι της γιαγιάς είναι στρωμένο και υπόπτως άδειο. Ρωτάω αν κάτι συνέβη και μου λένε ότι η γιαγιά έπρεπε να κατεβεί να πάει downtown για να συναντηθεί με κάτι δικηγόρους για θέματα που αφορούσαν την περιουσία της, που κάποιοι επιτήδειοι πήγαιναν να της την φάνε. Είπα ότι κακώς δεν το ήξερα νωρίτερα, θα τους σύστηνα την κουμπάρα μου που είναι εξαιρετική δικηγόρος (άσχετο, το ξέρω). Ας επανέλθω στο μωρό και στην ιδιαίτερη γλωσσική του ικανότητα. Αντιλαμβανόμενη λοιπόν ότι το μωρό όχι μόνο μιλάει αλλά είναι έτοιμο και να ρητορεύσει, πάω να βρω τον καλό μου να του πω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, ένα γάμο, μία συγκατοίκηση, κάτι. Και τον βρίσκω πού λέτε; Είναι ένα αυτοκίνητο, στο πορτ-μπαγκάζ του οποίου υπάρχουν κάτι σακούλες άσπρες με ωμά κρέατα μέσα, κάτι τεράστια κομμάτια (τα κρέατα ανήκαν στη γιαγιά μου, όπως ήξερα με τη βεβαιότητα που στα όνειρα μας συνοδεύει σχετικά με την προέλευση διαφόρων πραγμάτων). Και αυτός είναι μέσα στο πορτ-μπαγκάζ και έχει πιάσει ένα τεράστιο πόδι πουλερικού (με δάκτυλα και νύχια πάνω!) και το τρώει ωμό!!! Η αηδία μου δεν περιγράφεται, φίλες και φίλοι. Ακόμη και το ξίγκι, που πιο αηδία δεν υπάρχει, το τρώει έτσι, ωμό! Συνειδητοποιώ με πόνο τη στιγμή εκείνη ότι με τον άνθρωπο αυτό δεν ταιριάζουμε, ότι είναι πολύ άξεστος και δεν θα μπορούμε να ζήσουμε αρμονικά σαν ζευγάρι. Αποφασίζω όμως να κάνω υπομονή για χάρη του παιδιού (εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω όσα ζευγάρια κάνουν την υποχώρηση να μένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους) και να χωρίσω μόνο όταν και εφόσον αντιληφθώ ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που είναι πραγματικά καλύτερα για το παιδί να ζει με χωρισμένους γονείς.

Αυτό ήταν εν πολλοίς το όνειρο. Δεν ξέρω αν θέλω να μπω στη διαδικασία να το αναλύσω…

Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009

Ο αχταρμάς μέσα μου

Η ακαταστασία που με χαρακτηρίζει (χαμένη από χέρι στην άνιση μάχη με την εντροπία) δεν σταματά στον χώρο που με περιβάλλει αλλά φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του μπερδεμένου μου μυαλού. Παλιά περιοδικά, ρούχα που δεν θα ξαναβάλω αλλά δεν το παίρνω απόφαση πια, ένα άδειο κουτάκι βιταμίνες, τσάντες, παπούτσια, νεσεσεράκια με άχρηστα πραγματάκια, κάνουν στοίβες και στοίβες και στοίβες στο δωμάτιό μου και στο κεφάλι μου. Το καλό (ας πούμε) είναι ότι έχω τεράστια ανοχή στην ακαταστασία. Σηκώνω πολύ πράμα, άλλος θα πάθαινε παράκρουση με τις μεγαποσότητες εντροπίας που αντέχω εγώ. Το κακό είναι ότι κάποια στιγμή ανοίγεις το ντουλάπι όπου πέταξες όπως όπως ένα σωρό χλαπατσίμπαλα (ή μήπως τα λένε κλαπατσίμπαλα;) και σου έρχονται όλα μαζί στο κεφάλι. Αυτό παθαίνω πολλές φορές με τα συναισθήματά μου. Αρνούμενη πεισματικά να ψάξω, να ξεχωρίσω, να αναγνωρίσω, να πετάξω τα άχρηστα και τοξικά, αφήνοντάς τα για καιρό όλα εκεί στη μέση, κάποια στιγμή με πνίγουν. Έρχεται η στιγμή που δεν μπορώ πια ούτε να αναπνεύσω, που δεν ξέρω πια τι φταίει, τι να πετάξω και τι να κρατήσω, ποια είναι τα ωφέλιμα και ποια τα άχρηστα, και ασφυκτιώ μέσα στον αχταρμά που επικρατεί στο κεφάλι μου. Δεν θέλω να ψυχαναλυθώ, δεν θέλω να οργανώσω βιώματα, επιδράσεις, τάσεις, λάθη, σωστά. Θέλω απλά να ξεμπουρδουκλωθώ. Ούτε καν αυτό, μάλλον. Θέλω απλά να νιώθω καλύτερα και να μην μου πέφτουν οι στοίβες στο κεφάλι. Θέλω να βρω πώς κλειδώνει το ντουλάπι. (Καλά το παω, σε λίγο θα αρχίσουν να μου πέφτουν στο κεφάλι ολόκληρες ντουλάπες!)