Η εγκυμοσύνη μου με έχει μετατρέψει σε ένα ον με πολλά πρόσωπα. Ξαφνικά είναι σαν να διαμελίστηκε η προσωπικότητά μου και να ξεπήδησαν από το σχίσιμό της πολλές, αυτόνομες σχεδόν, άγνωστες ως τώρα πλευρές της προσωπικότητάς μου.
Υπάρχει το κομμάτι του εαυτού μου που λαχταρά την ελευθερία. Δυνατό και περήφανο, έχει δεχθεί θανατηφόρο πλήγμα και σφαδάζει φυλακισμένο. Τρέχει προς κάθε κατεύθυνση για να ξεφύγει αλλά κλείνουν συνεχώς μπροστά του τα σίδερα, άγνωστοι μέχρι τώρα δυνάστες το πιάνουν ξανά και ξανά αιχμάλωτο κάθε φορά που προσπαθεί να αποδράσει. Παλεύει με την απελπισία γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει δρόμος για απόδραση αλλά δεν μπορεί να υποταχτεί και να πάψει να μάχεται να ελευθερωθεί, όπως δεν μπορεί η φλέβα στο λαιμό του βασανιζόμενου να πάψει να χτυπά επειδή το μόνο που περιμένει το σώμα είναι κι άλλος ακόμη πόνος. Η ψυχή αυτή πονά και παίρνει φόρα για να χτυπήσει κάθε φορά πιο δυνατά στον τοίχο, να νιώσει τον πόνο πιο βαθύ. Ώσπου τον καταπίνει και κάθεται σε μια γωνιά ακίνητη και ανίσχυρη, προσπαθώντας να μην παρατηρεί και να περνάει η ίδια απαρατήρητη, μήπως η σκλαβιά την ξεχάσει και απλώς την προσπεράσει. Ή μήπως σωθεί από κάποιο θαύμα. Θέλει να γυρίσει στο πριν. Να αποβάλλει τον δυνάστη.
Το άλλο κομμάτι είναι η δύναμη που ζωογονεί το σώμα μου, η δύναμη της νέας ζωής. Μέσα από μένα αλλά και πάνω από μένα, πέρα από μένα, φορτίζει με ακατάλυτη ισχύ κάθε μου κύτταρο, τρυπώνει με ρίζες βαθιές και ακατανίκητες στα έγκατα της γης και στα έγκατα της μήτρας μου. Κι όσο ριζώνει και δυναμώνει, και τρέφει τον ρωμαλαίο κορμό της και πετάει σαν τόξα τα κλαδιά της, σημαδεύοντας στα ουράνια, στην αιωνιότητα, στο διηνεκές, θεριεύει μέσα μου ο αναβρασμός της και κοχλάζουν οι χυμοί μου από την ανεξάντλητη ισχύ της. Η φύση γίνεται θηρίο που βρυχάται και που κοπανάει περήφανα το στήθος του καθώς καυχιέται που κατάφερε να γραπωθεί τόσο σφικτά πάνω στην αθανασία.
Κι όλο αυτό γίνεται εις βάρος του φτωχού θνητού μου εαυτού, αναδεύοντας τα σωθικά του ως τα πρόθυρα της έμεσης και ρουφώντας τη δύναμή του ως τα όρια της εξάντλησης. Το θνητό σώμα παραδίνεται ανυπεράσπιστο στο πανίσχυρο πνεύμα που το κυριεύει, δεν ξέρει αν θρέφει μέσα του τον άγγελο ή τον δαίμονα, ξέρει μόνο ότι δεν μπορεί να αντισταθεί, ότι είναι αδύναμο, ένα έρμαιο, ένα κορμί σκλαβωμένο.
Μέσα από το σώμα αυτό αντιδρά και παλεύει ο πρωτόγονος εαυτός μου, που πασχίζει μονάχα να επιβιώσει μέσα από χίλιους κινδύνους και σαστισμένος γυρνά συνεχώς γύρω από τον εαυτό του προσπαθώντας να προβλέψει την επόμενη επίθεση. Η πιο αρχέγονη από τις αισθήσεις του, η όσφρηση, οξύνεται σε βαθμό βασανιστικό, ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται πια τα πάντα απ’τη μυρωδιά, ενστικτώδικα, να βιώνει τη χημεία τους, να τα νιώθει πρώτα με το σώμα και μετά με το μυαλό. Για να καθαρίσει το βρώμικο, να αποφύγει το αλλοιωμένο, να διαλέξει το θρεπτικό που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή χρειάζεται, να τα νιώθει όλα δυνατά, ασφυκτικά, να βλέπει με τη μύτη ακόμη και μέσα στο σκοτάδι, να αφουγκράζεται τα πάντα γύρω ακόμα και στην πιο ερμητική σιωπή.
Ο πρωτόγονος εαυτός βλέπει παντού εχθρούς, παντού κινδύνους. Κάθε νεύμα είναι μια απειλή, κάθε κίνηση και υπόνοια τον τινάζει σαν κεραυνός. Έτοιμος παντού και πάντα να παλέψει, ακονίζει τα βέλη του, σφίγγει τις γροθιές του και κρατά σε εγρήγορση τα τεντωμένα αντανακλαστικά του. Περιφρουρεί το χώρο του, περιφρουρεί το σώμα του, περιφρουρεί τη φωλιά του, και είναι έτοιμο να ορμήξει σε όποιον κάνει την παραμικρή κίνηση προς το μέρος του. Στρέφει απειλητικά το ρόπαλο, μαστιγώνοντας με τους κύκλους του τον αέρα, τρίζει τα δόντια του και χτυπάει με το πέλμα του στη γη, δίνοντας και σ’αυτή σήμα να σειστεί και να ξεσηκωθεί να τον υπερασπίσει. Είναι πεινασμένος, είναι αγριεμένος και είναι αποφασισμένος. Θα παλέψει ως τη στερνή του πνοή.
Μέσα σ’αυτά ο σύγχρονος, σκεπτόμενος, λογικός, μαλθακός εαυτός μου παραλύει από το φόβο. Το μέλλον υψώνεται πάνω από το κεφάλι του σαν ένα κύμα πελώριο που ετοιμάζεται να τον τυλίζει σε μια δίνη ασφυκτική. Η γνώση τού έχει πει ότι τον περιμένει πόνος, πόνος σπαρακτικός και ξέσκισμα της σάρκας του, πως δόντια σιδερένια θα πετσοκόψουν απ’ έξω τα σωθικά του για να τον ξεγεννήσουν αν δεν βγει το κύημα ξεσκίζοντας εκ των ένδον το σώμα του. Ξέρει πως τον περιμένει πόνος και μαρτύριο στα όρια των οργανικών του αντοχών. Ξέρει πως είναι αναπόδραστο, και το πιο παράλογο είναι ότι όλοι του λένε πως πρέπει να το καλοδεχτεί. Ότι έτσι γίνεται σε όλα τα σώματα που γίνονται μανάδες, τίποτα το περίεργο δεν υπάρχει εδώ. Το μαρτυρικό άλγος που τον περιμένει, για τη φύση αποτελεί κοινοτυπία. Στα μηλίγγια του ο φόβος που νιώθει για αυτόν τον πόνο δε χωράει, ξεχειλίζει από τα όρια του νου. Και ίσως να μην μπορέσει να τον συλλάβει ακόμη και όταν τον νιώσει.
Υπάρχουν και πλευρές του εαυτού μου που δεν έχουν ακόμη καταληφθεί, η θέση τους είναι ακόμη κενή, με μονάχο να την κρατάει ένα ερωτηματικό. Είναι η γυναίκα-μητέρα με τη φροντίδα, με το βάλσαμο, με το απαλό άγγιγμα, με το δόσιμο, με το μοίρασμα, με την αυτοθυσία. Θα τυλίξει απ’το κορμί της με το κομμάτι το πιο μαλακό το παιδί της, θα αφήσει να τρέξει το αίμα της για να το θρέψει, θα δώσει ύλη και πνεύμα, και πνοή και γάλα, ουσία απ’την ουσία της, σάρκα από τη σάρκα της. Θα αφήσει να ξεσκιστούν τα σωθικά της για να βγει ελεύθερη στον κόσμο η νέα ζωή, όπως παραμερίζει η γη το χώμα για να ξεπεταχτεί το νέο βλαστάρι. Γίνεται ολόκληρη χώμα, γίνεται ολόκληρη μήτρα.
Μια άλλη αθέατη και απούσα ακόμη πλευρά είναι αυτή που όχι δίνει αλλά λαμβάνει. Που παίρνει φως από τη λάμψη της ζωής, χαρά απ΄το γέλιο της, στεναγμό απ’το κλάμα της, αυτή που παίρνει πίσω τη δύναμη που πρόσφερε, και την αφομοιώνει, και την πολλαπλασιάζει, που αμοίβεται για τον πόνο της με απρόσμενη ευτυχία και πλήρωση. Δεν έχω άλλα να πω για αυτήν γιατί δεν τη βλέπω ακόμη καλά.
Τέλος, πέρα και πίσω από όλα αυτά (πολύ βάθος κήπος ίσως), απλώνεται μία πλευρά μου ανεξήγητα γαλήνια, γεμάτη εμπιστοσύνη στην αρχέγονη σοφία της φύσης, μία δύναμη ήρεμη που διαπερνά αδιόρατα τη γη και τον αέρα, η ανώτερη γνώση και η σιωπηρή ισχύς που διατρέχει κάθε τι το ζωογόνο, που αγγίζει τα πάντα ευγενικά και απαλά, μια δύναμη που εξυψώνει και αγιάζει την ύπαρξη τόσο τη δική μου όσο και αυτήν που φιλοξενώ, που αγκαλιάζει κάθε στιγμή αυτής της δημιουργίας ως ιερή, τέλεια και ανεπανάληπτη. Μακάρι να την ένιωθα συχνότερα ή εντονότερα.
Ουφ… όπως καταλάβατε είμαι έγκυος και όπως επίσης καταλάβατε (σόρυ για τις επαναλήψεις, αλλά τείνουν να γίνουν μέρος του στυλ μου απ’ό,τι βλέπω) την υποδέχτηκα με σπαραγμό και βάσανο την είδηση και την πραγματικότητα της εγκυμοσύνης μου. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως προσπαθώ ή να μην το σκέφτομαι («να μην παρατηρώ και να περάσω και η ίδια απαρατήρητη») ή να απορροφώμαι από τις διάφορες πρακτικές της πλευρές (είναι άλλωστε υπέραρκετές για να με κρατούν απασχολημένη και να δίνουν τροφή για τις συζητήσεις με τους γύρω μου). Ελπίζω με τον καιρό να καλυφθούν και να υπερισχύσουν οι θετικές πλευρές αυτού του τέρατος με τα πολλά κεφάλια, γιατί αλλιώς πάω γραμμή για Μήδεια.
...ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμιά φορά με τρομάζω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμιά φορά με τρομάζω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2011
Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010
Είναι δυνατόν;
Μας πήρε χαμπάρι και το facebook; Σε ένα από τα ψευτοκουιζάκια με τίτλο "αν η ζωή σου γυριζόταν ταινία ποιος θα ήταν ο τίτλος της" (ή κάπως έτσι), λαμβάνω το εξής αποτέλεσμα:
Η ζωή που δεν έζησα
Αίσθάνεσαι απογοητευμένος από τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πιστεύεις πολύ στη μοίρα και θεωρείς τον εαυτό σου άτυχο. Πολλές φορές νιώθεις μοναξιά. Φρόντισε να εκφράζεις τα συναισθήματά σου στους άλλους, όποια και αν είναι αυτά. Μην παραδίνεσαι χωρίς μάχη.
Μας πήρανε χαμπάρι μου φαίνεται...
Η ζωή που δεν έζησα
Αίσθάνεσαι απογοητευμένος από τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πιστεύεις πολύ στη μοίρα και θεωρείς τον εαυτό σου άτυχο. Πολλές φορές νιώθεις μοναξιά. Φρόντισε να εκφράζεις τα συναισθήματά σου στους άλλους, όποια και αν είναι αυτά. Μην παραδίνεσαι χωρίς μάχη.
Μας πήρανε χαμπάρι μου φαίνεται...
Πέμπτη, Απριλίου 23, 2009
Bang bang
Τι θα γίνει; Έτσι θα τη βγάλουμε; Κάθε βράδυ θα ξυπνάω με εφιάλτες και δεν θα μπορώ να ξανακοιμηθώ, για να είμαι χάλια το πρωί και να θέλω να βάλω τα κλάματα; Όνειρο της περασμένης εσπέρας:
Μόλις έχω παρκάρει το αυτοκίνητο μακριά από εκεί που θέλω να πάω και ξεκινάω με τα πόδια προς το κέντρο. Είναι σκοτεινά και η διαδρομή που περπατώ είναι περισσότερο σαν διάδρομος παρά σαν δρόμοι. Φοβάμαι. Με προσπερνά ξαφνικά κάποιος που τρέχει και λίγο μετά κάποιος που τον κυνηγά. Κάνω στην άκρη για να περάσει ο δεύτερος και να αποφύγω τον κίνδυνο. Προχωρώ λίγο ακόμα αλλά αποφασίζω να γυρίσω πίσω και να πάρω το αυτοκίνητο ώστε να έρθω λίγο πιο κοντά στο μέρος που ήθελα να πάω για να μην κινδυνεύσω στο γυρισμό που θα είναι και πιο αργά. Βλέπω δύο τύπους που περνάνε και πυροβολούν απρόκλητα δύο άτομα. Συνεχίζω να περπατώ. Λίγο αργότερα απειλούν με όπλο τρία άτομα -το ένα τουλάχιστον από αυτά είναι μία μικροκαμωμένη κοπέλα με μαύρη μπλούζα, τα άλλα δεν θυμάμαι, μάλλον κοπέλες- και πυροβολούν αμέσως τα δύο. Μόλις φτάνουν στην κοπέλα πάνε να πυροβολήσουν αλλά διαπιστώνουν ότι τους έχουν μόλις τελειώσει οι σφαίρες. Η κοπέλα λέει μία "εξυπνάδα" ότι δεν θα μιλήσει για αυτό που είδε και κάνει να φύγει. Την χτυπούν και την αφήνουν παράλυτη από τη μέση και κάτω ή σοβαρά τραυματισμένη στη μέση. Φοβάμαι ότι τώρα που τους προκάλεσε θα την βιάσουν. Ο ένας προσπαθεί όντως να εκμεταλλευτεί τους κινητικούς περιορισμούς του τραυματισμού της, το μόνο που κάνει όμως είναι να της ξεζώσει την μπλούζα από τη μέση και να την πιάσει λίγο στο λαιμό. Τελικά σκοτώνουν την κοπέλα βάζοντάς της ένα περιστέρι στο στόμα σχεδόν ολόκληρο (μόνο η ουρά λίγο περισσεύει), δένοντάς την πισθάγκωνα και αφήνοντάς την να πεθάνει έτσι (εξακολουθεί να αναπνέει αλλά κάποια στιγμή λογικά θα πνιγεί). Μετά γυρνάνε και κοιτάνε εμένα. Είμαι πεσμένη κάτω κόντρα σε έναν τοίχο, όπως και η κοπέλα και τα άλλα δύο άτομα απέναντί μου. Ετοιμάζονται να με χτυπήσουν (αφού δεν έχουν πια σφαίρες), ή έρχονται τέλος πάντων να με "περιλάβουν" και τότε ξυπνάω.
Μόλις έχω παρκάρει το αυτοκίνητο μακριά από εκεί που θέλω να πάω και ξεκινάω με τα πόδια προς το κέντρο. Είναι σκοτεινά και η διαδρομή που περπατώ είναι περισσότερο σαν διάδρομος παρά σαν δρόμοι. Φοβάμαι. Με προσπερνά ξαφνικά κάποιος που τρέχει και λίγο μετά κάποιος που τον κυνηγά. Κάνω στην άκρη για να περάσει ο δεύτερος και να αποφύγω τον κίνδυνο. Προχωρώ λίγο ακόμα αλλά αποφασίζω να γυρίσω πίσω και να πάρω το αυτοκίνητο ώστε να έρθω λίγο πιο κοντά στο μέρος που ήθελα να πάω για να μην κινδυνεύσω στο γυρισμό που θα είναι και πιο αργά. Βλέπω δύο τύπους που περνάνε και πυροβολούν απρόκλητα δύο άτομα. Συνεχίζω να περπατώ. Λίγο αργότερα απειλούν με όπλο τρία άτομα -το ένα τουλάχιστον από αυτά είναι μία μικροκαμωμένη κοπέλα με μαύρη μπλούζα, τα άλλα δεν θυμάμαι, μάλλον κοπέλες- και πυροβολούν αμέσως τα δύο. Μόλις φτάνουν στην κοπέλα πάνε να πυροβολήσουν αλλά διαπιστώνουν ότι τους έχουν μόλις τελειώσει οι σφαίρες. Η κοπέλα λέει μία "εξυπνάδα" ότι δεν θα μιλήσει για αυτό που είδε και κάνει να φύγει. Την χτυπούν και την αφήνουν παράλυτη από τη μέση και κάτω ή σοβαρά τραυματισμένη στη μέση. Φοβάμαι ότι τώρα που τους προκάλεσε θα την βιάσουν. Ο ένας προσπαθεί όντως να εκμεταλλευτεί τους κινητικούς περιορισμούς του τραυματισμού της, το μόνο που κάνει όμως είναι να της ξεζώσει την μπλούζα από τη μέση και να την πιάσει λίγο στο λαιμό. Τελικά σκοτώνουν την κοπέλα βάζοντάς της ένα περιστέρι στο στόμα σχεδόν ολόκληρο (μόνο η ουρά λίγο περισσεύει), δένοντάς την πισθάγκωνα και αφήνοντάς την να πεθάνει έτσι (εξακολουθεί να αναπνέει αλλά κάποια στιγμή λογικά θα πνιγεί). Μετά γυρνάνε και κοιτάνε εμένα. Είμαι πεσμένη κάτω κόντρα σε έναν τοίχο, όπως και η κοπέλα και τα άλλα δύο άτομα απέναντί μου. Ετοιμάζονται να με χτυπήσουν (αφού δεν έχουν πια σφαίρες), ή έρχονται τέλος πάντων να με "περιλάβουν" και τότε ξυπνάω.
Τετάρτη, Απριλίου 22, 2009
Μακαβριότης μακαβριοτήτων, τα πάντα μακαβριότης!
Τι όνειρο ήταν πάλι αυτό που είδα χθες το βράδυ; Ο οργανισμός μου θέλει θρίλερ, δεν εξηγείται αλλιώς, και αφού δεν τα βλέπω στον ξύπνιο μου τα δημιουργεί το υποσυνείδητό μου στον ύπνο μου! Για την ακρίβεια το χθεσινό δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο πραγματικά μακάβριο, όπως λέει ο τίτλος του post. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πια πολλές λεπτομέρειες εκτός από το ότι ήμουν εγώ και άλλες δυο φίλες μου (που δεν τις ξέρω στην πραγματικότητα ποιες είναι, απλά ήταν δύο κοπέλες και στο όνειρο ήταν φίλες μου και καλά) σε μία πλατεία όπου υπήρχε άκουσον άκουσον κλίβανος αποτέφρωσης! Ήταν ένα αρκετά μεγάλο σε μέγεθος πράγμα (σαν τέσσερα-πέντε περίπτερα -χαχα, μονάδα μεγέθους που βρήκα!) μαυροτσουκαλιασμένο γύρω γύρω και το περίεργο σε αυτό ήταν ότι είχε μία σκάλα αποτελούμενη από χρυσά ραβδιά (τα σκαλοπάτια δηλαδή), από την οποία έπρεπε να ανέβεις σε ύψος 3 μέτρα τουλάχιστον για να κάνεις τη δουλειά σου. Ανεβήκαμε λοιπόν κι εγώ και οι φίλες μου, εγώ με τόσο χαρακτηριστική άνεση που κρατούσα και τη μαύρη σακούλα με το πτώμα, οι άλλες δεν φάνηκε επίσης να δυσκολεύτηκαν, δεν ξέρω από πού ανέβηκαν όμως (ίσως είχε "πατάρια" από το πλάι, ή να βρήκαν σκαλιά και εκεί). Αν θυμάμαι καλά πρέπει να ανοίξαμε το καπάκι και να πέταξα τη σακούλα μέσα ή να τέλειωσε το όνειρο πάνω που το ανοίγαμε.
Γιατί ρε subconscious να πούμε μου ξηγιέσαι έτσι; Δεν τον έκοψα τον Γιάλομ; Ορίστε, παρόλο που πήγα και αγόρασα κι άλλο βιβλίο του το άφησα για να μη βλέπω τέτοια όνειρα και να μην αγχώνομαι γενικότερα, γιατί το άγχος του θανάτου να πω την αλήθεια μου αν και αυθεντικό (γιατί οφείλεται σε πραγματικό και σοβαρό πρόβλημα), το θεωρώ και μάταιο γιατί τι έχεις να κερδίσεις με το άγχος σου; Το μόνο καλό που μπορεί να βγει από αυτό είναι να αποκτήσεις δίψα για ζωή, οπότε απόκτησέ την και από μόνος σου και χίμηξε πάνω της εξ αρχής να γλιτώσεις και χρόνο. Τι να κάνω τώρα εγώ; Μήπως να ξαναρχίσω το διάβασμα να το εξαντλήσω το θέμα, μπας και τώρα μου φταίει ότι το έχω αφήσει ημιτελές και μέσα μου το επεξεργάζεται το ασυνείδητο-υποσυνείδητο πώς τα λένε αυτά τα αφανή της νόησης; Δεν ξέρω.
Α, επίσης θυμάμαι ένα φυσικό σφουγγάρι μεγάλο μεγάλο να πέφτει από έναν καταρράκτη. Άσχετο.
Για να πω την αλήθεια βέβαια, τώρα που το καλοσκέφτομαι, παρόλο που δεν καταναλώνω εδώ και κάποιες μέρες σχετικά αναγνώσματα, σκέψεις για το θάνατο κάνω. Φίλους και γνωστούς με μεγάλη ηλικία και άσπρα μαλλιά τους σκέφτομαι καμιά φορά με θλίψη γιατί ξέρω ότι όπως και να έχει θα "φύγουν" πολύ πριν από μένα και θα τους χάσω (για γονείς και συγγενείς ούτε λόγος βέβαια, ο νους μου δεν τολμά να πάει ως εκεί, με τρόμο αγγίζει αυτή τη σκέψη όταν τη συναντήσει), φοβάμαι να χρησιμοποιήσω τη λέξη άγγελος για να χαρακτηρίσω κάποιον -από τους λίγους που κάποιες φορές την αξίζουν-, κοιτάζω στον καθρέφτη τα πρώτα βαρίδια που έχει αφήσει ο χρόνος στο πρόσωπό μου, τις πρώτες μου άσπρες τρίχες (μα επιτέλους γιατί δεν τα βάφω όσο είναι ακόμη λίγες;!). Πρέπει να απορροφηθώ στη ζωή, να μην τα σκέφτομαι αυτά. Πώς όμως;
Γιατί ρε subconscious να πούμε μου ξηγιέσαι έτσι; Δεν τον έκοψα τον Γιάλομ; Ορίστε, παρόλο που πήγα και αγόρασα κι άλλο βιβλίο του το άφησα για να μη βλέπω τέτοια όνειρα και να μην αγχώνομαι γενικότερα, γιατί το άγχος του θανάτου να πω την αλήθεια μου αν και αυθεντικό (γιατί οφείλεται σε πραγματικό και σοβαρό πρόβλημα), το θεωρώ και μάταιο γιατί τι έχεις να κερδίσεις με το άγχος σου; Το μόνο καλό που μπορεί να βγει από αυτό είναι να αποκτήσεις δίψα για ζωή, οπότε απόκτησέ την και από μόνος σου και χίμηξε πάνω της εξ αρχής να γλιτώσεις και χρόνο. Τι να κάνω τώρα εγώ; Μήπως να ξαναρχίσω το διάβασμα να το εξαντλήσω το θέμα, μπας και τώρα μου φταίει ότι το έχω αφήσει ημιτελές και μέσα μου το επεξεργάζεται το ασυνείδητο-υποσυνείδητο πώς τα λένε αυτά τα αφανή της νόησης; Δεν ξέρω.
Α, επίσης θυμάμαι ένα φυσικό σφουγγάρι μεγάλο μεγάλο να πέφτει από έναν καταρράκτη. Άσχετο.
Για να πω την αλήθεια βέβαια, τώρα που το καλοσκέφτομαι, παρόλο που δεν καταναλώνω εδώ και κάποιες μέρες σχετικά αναγνώσματα, σκέψεις για το θάνατο κάνω. Φίλους και γνωστούς με μεγάλη ηλικία και άσπρα μαλλιά τους σκέφτομαι καμιά φορά με θλίψη γιατί ξέρω ότι όπως και να έχει θα "φύγουν" πολύ πριν από μένα και θα τους χάσω (για γονείς και συγγενείς ούτε λόγος βέβαια, ο νους μου δεν τολμά να πάει ως εκεί, με τρόμο αγγίζει αυτή τη σκέψη όταν τη συναντήσει), φοβάμαι να χρησιμοποιήσω τη λέξη άγγελος για να χαρακτηρίσω κάποιον -από τους λίγους που κάποιες φορές την αξίζουν-, κοιτάζω στον καθρέφτη τα πρώτα βαρίδια που έχει αφήσει ο χρόνος στο πρόσωπό μου, τις πρώτες μου άσπρες τρίχες (μα επιτέλους γιατί δεν τα βάφω όσο είναι ακόμη λίγες;!). Πρέπει να απορροφηθώ στη ζωή, να μην τα σκέφτομαι αυτά. Πώς όμως;
Ετικέτες
Καμιά φορά με τρομάζω,
Deadly fears,
Dreams
Παρασκευή, Απριλίου 17, 2009
Το σπίτι μέσα στ' όνειρο κι η άβυσσος μπροστά μου
Καλά που μπήκε μέσα ο αδερφός μου και μου απέσπασε λίγο την προσοχή από τις σκέψεις μου γιατί διαφορετικά η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής θα ωχριούσε μπροστά τους. Τι μου συμβαίνει τώρα, τι μου συμβαίνει, για να δω μήπως μπορώ με το αδύναμο μπροστά στο συναίσθημα μυαλό μου να βάλω σε μία τάξη αυτά που γίνονται μέσα μου. Τι και τι με έχει φέρει στην κατάσταση που βιώνω αυτή τη στιγμή:
-Επέστρεψα πριν λίγες μέρες έπειτα από πολυήμερη απουσία από την πόλη μου και από τις συνήθεις δραστηριότητές μου και για κάποιο λόγο (αδράνεια μάλλον) δεν φρόντισα να επανασυνδεθώ με τις κοινωνικές μου συναναστροφές, κάτι που με έχει κάνει αρκετά εσωστρεφή.
-Διαβάζω ένα βιβλίο του Γιάλομ και μου φαίνεται ότι παρακολουθώ θρίλερ (για να μην πω ότι θα προτιμούσα να παρακολουθώ θρίλερ, που δεν βλέπω ποτέ): οι ασθενείς κατατρέχονται από ένα σωρό υπόγεια, κρυφά απωθημένα τα οποία αποκαλύπτονται μέσα από τρομακτικά και μακάβρια όνειρα (κρανία καλυμμένα με βλέννες και τέτοια) και όλοι τελικά μέσα μας είμαστε τρομαγμένα και αβοήθητα παιδιά, ανυπεράσπιστα απέναντι στην αμείλικτη πορεία του χρόνου που μας οδηγεί αναπόδραστα στο θάνατο.
-Την αίσθηση αυτή ενίσχυσε η χθεσινή μου επίσκεψη στην εκκλησία (αν και χάρηκα πολύ που πήγα με τον καλό μου), όπου βρέθηκα ούτε λίγο ούτε πολύ μπροστά σε έναν κανονικότατο ανθοστόλιστο τάφο, να ακούω ψαλμούς περί της καθόδου στον Άδη και να σκέφτομαι τι έκανε τις καλόγριες της μονής, που μια χαρά γυναίκες ήταν, να απαρνηθούν μία "φυσιολογική ζωή" με άνδρα, παιδιά, σκυλιά και γατιά (ή και τίποτα από όλα αυτά, λέω εγώ τώρα πώς είναι ένα δημοφιλές έως τετριμμένο σενάριο) και να αφοσιωθούν στον Κύριο.
-Τις τελευταίες ημέρες απέχω σημαντικά από την έκθεση στο ηλιακό φως λόγω της κλειστομανίας που αναφέρω στο πρώτο σημείο.
Δεν ξέρω αν θα πρέπει να ψάξω βαθιά μέσα μου να βρω πράγματα που μου φταίνε και ρίζες του κακού για να τις ξεριζώσω ή απλά να εκλογικεύσω την κατάσταση και να πω "φταίει που δεν βλέπω φως" ή "αν κάνω λίγη γυμναστική θα τρέξουν ενδορφίνες και θα μου περάσει". Α, ξέχασα εντελώς ότι αρχικά ξεκίνησα να γράφω αυτό το Post για να αναφέρω ένα όνειρο που είδα πρόσφατα (θέλω πολύ να καταγράφω όλα ει δυνατόν τα όνειρά μου για να μην τα ξεχάσω):
Το βασικό θέμα του ονείρου μου λοιπόν είναι ένα σπίτι. Ένα διαμέρισμα σε μία πολυκατοικία. Είναι ισόγειο ή πρώτος όροφος ή ημιόροφος (όπως είναι το σπίτι μας) ή ημιυπόγειο ή κάτι τέτοιο. Πολύ ψηλοτάβανο και ευάερο αλλά οι τοίχοι είναι λίγο κίτρινοι (ίσως όχι από βρωμιά, δεν ξέρω αν καθαρίζει αυτό που έχουν). Το σπίτι λοιπόν αυτό είναι λίγο... κέντρο διερχομένων. Διάφοροι μπαίνουν και βγαίνουν, κάτι περίεργοι νταγλαράδες με μαύρα ρούχα, μπαίνω κι εγώ, βγαίνω. Το θέμα είναι ότι όπως λένε και στα αγγλικά...this house is not a home. Δεν είναι σπίτι όπου μπορείς να μείνεις. Δεν μπορείς να μείνεις γιατί είναι απροστάτευτο, δεν σου δίνει την αίσθηση της σιγουριάς, του "μέσα", μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε, δεν σου προσφέρει ασφάλεια. Έντονα θυμάμαι αν και έχουν περάσει αρκετές μέρες μία γυναίκα που κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά της, δεν θυμάμαι όμως αν μπαίνει ή όχι στο σπίτι ή αν απλώς στέκεται απ' έξω προσπαθώντας να δει αν θα μπορούσε να φέρει μέσα το μωρό της (φυσικά και δεν μπορεί, πού να το φέρει η γυναίκα, δεν είναι ασφαλές αυτό το μέρος, όχι πως είναι η μέκκα του εγκλήματος ή τίποτα τέτοιο, αλλά αν κάτι συμβεί δεν υπάρχει ασφάλεια). Επίσης αυτό το σπίτι δεν πολυέχει έπιπλα, αν και είναι μεγάλο και θα μπορούσε να γίνει ωραίο (όχι από μένα, εγώ σε θέματα διακόσμησης είμαι στα όρια της διανοητικής καθυστέρησης) και φιλόξενο (λέμε τώρα, το φανταζόμαστε αυτό).
Να υποθέσω ότι η γυναίκα με το παιδί είναι μία πιθανή μελλοντική πλευρά του εαυτού μου. Ότι το σπίτι είναι η ζωή μου όπως είναι τώρα, ουσιαστικά ανέστια, ξέφραγη, έρημη, αβέβαιη (αυτοί οι τύποι με τα μαύρα τι είναι; Μη φανταστείτε men in black με κουστούμια και τέτοια, φούτερ ψιλοξεβαμμένα φοράνε και τζιν. Μπορεί να είναι οι εραστές μου -αρρενωποί, δυνατοί αλλά κάπως παρακατιανοί και σε κάθε περίπτωση ανάξιοι εμπιστοσύνης).
Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να σκέφτομαι πολύ για τη ζωή μου, το τι έχω κάνει και τι θα μπορούσα να είχα κάνει και δεν έκανα. Εντόπισα ότι κάποια προβλήματα στη σχέση μου σχετίζονται με το ότι νιώθω πως δεν έζησα αρκετά όμορφη και γεμάτη προσωπική ζωή μέχρι τώρα, γιατί δεν είχα μυαλό και με παρέσυραν διάφορα πράγματα χωρίς αξία, κάτι που μου έβγαινε σαν φθόνος μέσα στη σχέση. Και πικρία και πόνος και βάσανο. Νιώθω την καρδιά μου "στριμωγμένη".
Προκαλώ (ή καλύτερα παρακαλώ) τους επίδοξους αναλυτές ονείρων ή ανθρώπων να μου πουν τη γνώμη τους για το όνειρο ή για τα υπόλοιπα, αν τυχόν τα γραφόμενά μου ξυπνήσουν μέσα τους κάποια παραπάνω σκέψη, και ζητώ συγνώμη που δεν μπαίνω στον κόπο να γράψω έναν πιο "στρογγυλεμένο" επίλογο.
-Επέστρεψα πριν λίγες μέρες έπειτα από πολυήμερη απουσία από την πόλη μου και από τις συνήθεις δραστηριότητές μου και για κάποιο λόγο (αδράνεια μάλλον) δεν φρόντισα να επανασυνδεθώ με τις κοινωνικές μου συναναστροφές, κάτι που με έχει κάνει αρκετά εσωστρεφή.
-Διαβάζω ένα βιβλίο του Γιάλομ και μου φαίνεται ότι παρακολουθώ θρίλερ (για να μην πω ότι θα προτιμούσα να παρακολουθώ θρίλερ, που δεν βλέπω ποτέ): οι ασθενείς κατατρέχονται από ένα σωρό υπόγεια, κρυφά απωθημένα τα οποία αποκαλύπτονται μέσα από τρομακτικά και μακάβρια όνειρα (κρανία καλυμμένα με βλέννες και τέτοια) και όλοι τελικά μέσα μας είμαστε τρομαγμένα και αβοήθητα παιδιά, ανυπεράσπιστα απέναντι στην αμείλικτη πορεία του χρόνου που μας οδηγεί αναπόδραστα στο θάνατο.
-Την αίσθηση αυτή ενίσχυσε η χθεσινή μου επίσκεψη στην εκκλησία (αν και χάρηκα πολύ που πήγα με τον καλό μου), όπου βρέθηκα ούτε λίγο ούτε πολύ μπροστά σε έναν κανονικότατο ανθοστόλιστο τάφο, να ακούω ψαλμούς περί της καθόδου στον Άδη και να σκέφτομαι τι έκανε τις καλόγριες της μονής, που μια χαρά γυναίκες ήταν, να απαρνηθούν μία "φυσιολογική ζωή" με άνδρα, παιδιά, σκυλιά και γατιά (ή και τίποτα από όλα αυτά, λέω εγώ τώρα πώς είναι ένα δημοφιλές έως τετριμμένο σενάριο) και να αφοσιωθούν στον Κύριο.
-Τις τελευταίες ημέρες απέχω σημαντικά από την έκθεση στο ηλιακό φως λόγω της κλειστομανίας που αναφέρω στο πρώτο σημείο.
Δεν ξέρω αν θα πρέπει να ψάξω βαθιά μέσα μου να βρω πράγματα που μου φταίνε και ρίζες του κακού για να τις ξεριζώσω ή απλά να εκλογικεύσω την κατάσταση και να πω "φταίει που δεν βλέπω φως" ή "αν κάνω λίγη γυμναστική θα τρέξουν ενδορφίνες και θα μου περάσει". Α, ξέχασα εντελώς ότι αρχικά ξεκίνησα να γράφω αυτό το Post για να αναφέρω ένα όνειρο που είδα πρόσφατα (θέλω πολύ να καταγράφω όλα ει δυνατόν τα όνειρά μου για να μην τα ξεχάσω):
Το βασικό θέμα του ονείρου μου λοιπόν είναι ένα σπίτι. Ένα διαμέρισμα σε μία πολυκατοικία. Είναι ισόγειο ή πρώτος όροφος ή ημιόροφος (όπως είναι το σπίτι μας) ή ημιυπόγειο ή κάτι τέτοιο. Πολύ ψηλοτάβανο και ευάερο αλλά οι τοίχοι είναι λίγο κίτρινοι (ίσως όχι από βρωμιά, δεν ξέρω αν καθαρίζει αυτό που έχουν). Το σπίτι λοιπόν αυτό είναι λίγο... κέντρο διερχομένων. Διάφοροι μπαίνουν και βγαίνουν, κάτι περίεργοι νταγλαράδες με μαύρα ρούχα, μπαίνω κι εγώ, βγαίνω. Το θέμα είναι ότι όπως λένε και στα αγγλικά...this house is not a home. Δεν είναι σπίτι όπου μπορείς να μείνεις. Δεν μπορείς να μείνεις γιατί είναι απροστάτευτο, δεν σου δίνει την αίσθηση της σιγουριάς, του "μέσα", μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε, δεν σου προσφέρει ασφάλεια. Έντονα θυμάμαι αν και έχουν περάσει αρκετές μέρες μία γυναίκα που κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά της, δεν θυμάμαι όμως αν μπαίνει ή όχι στο σπίτι ή αν απλώς στέκεται απ' έξω προσπαθώντας να δει αν θα μπορούσε να φέρει μέσα το μωρό της (φυσικά και δεν μπορεί, πού να το φέρει η γυναίκα, δεν είναι ασφαλές αυτό το μέρος, όχι πως είναι η μέκκα του εγκλήματος ή τίποτα τέτοιο, αλλά αν κάτι συμβεί δεν υπάρχει ασφάλεια). Επίσης αυτό το σπίτι δεν πολυέχει έπιπλα, αν και είναι μεγάλο και θα μπορούσε να γίνει ωραίο (όχι από μένα, εγώ σε θέματα διακόσμησης είμαι στα όρια της διανοητικής καθυστέρησης) και φιλόξενο (λέμε τώρα, το φανταζόμαστε αυτό).
Να υποθέσω ότι η γυναίκα με το παιδί είναι μία πιθανή μελλοντική πλευρά του εαυτού μου. Ότι το σπίτι είναι η ζωή μου όπως είναι τώρα, ουσιαστικά ανέστια, ξέφραγη, έρημη, αβέβαιη (αυτοί οι τύποι με τα μαύρα τι είναι; Μη φανταστείτε men in black με κουστούμια και τέτοια, φούτερ ψιλοξεβαμμένα φοράνε και τζιν. Μπορεί να είναι οι εραστές μου -αρρενωποί, δυνατοί αλλά κάπως παρακατιανοί και σε κάθε περίπτωση ανάξιοι εμπιστοσύνης).
Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να σκέφτομαι πολύ για τη ζωή μου, το τι έχω κάνει και τι θα μπορούσα να είχα κάνει και δεν έκανα. Εντόπισα ότι κάποια προβλήματα στη σχέση μου σχετίζονται με το ότι νιώθω πως δεν έζησα αρκετά όμορφη και γεμάτη προσωπική ζωή μέχρι τώρα, γιατί δεν είχα μυαλό και με παρέσυραν διάφορα πράγματα χωρίς αξία, κάτι που μου έβγαινε σαν φθόνος μέσα στη σχέση. Και πικρία και πόνος και βάσανο. Νιώθω την καρδιά μου "στριμωγμένη".
Προκαλώ (ή καλύτερα παρακαλώ) τους επίδοξους αναλυτές ονείρων ή ανθρώπων να μου πουν τη γνώμη τους για το όνειρο ή για τα υπόλοιπα, αν τυχόν τα γραφόμενά μου ξυπνήσουν μέσα τους κάποια παραπάνω σκέψη, και ζητώ συγνώμη που δεν μπαίνω στον κόπο να γράψω έναν πιο "στρογγυλεμένο" επίλογο.
Ετικέτες
Καμιά φορά με τρομάζω,
Σκέψεις,
Dreams
Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009
Σάπια κρέατα και σάπια όνειρα
Έλεγα ότι καιρός ήταν να γράψω ξανά κάτι στο blog, δεν περίμενα όμως ότι η αφορμή που θα μου δινόταν θα ήταν τέτοια. Τι το'θελα να ξανακοιμηθώ το πρωί; Δεν σηκωνόμουν καλύτερα απ' τα χαράματα; Λοιπόν είδα τα εξής:
Μπαίνω σε ένα μαγαζί να κοιτάξω για παπούτσια κάπου στο Πανελλήνιο (το μαγαζί αυτό δεν υπάρχει στην πραγματικότητα) αλλά δεν βρίσκω τίποτα και ετοιμάζομαι να φύγω. Βγαίνοντας έξω με περιμένει μία δυνατή βροχή που όλο δυναμώνει περισσότερο. Και όχι τίποτα άλλο, φοράω τα παπούτσια του χορού (χωρίς κάλτσα) και θα γίνω χάλια. Μπαίνω ξανά στο μαγαζί να πάρω την ομπρέλα μου που ξέχασα. Λίγο μετά την είσοδο έχουν κομμάτια από το σκελετό ενός παλιού αυτοκινήτου (πολύ παλιού, όπως ήταν τα πρώτα αυτοκίνητα) και μία άλλη ομπρέλα, ίδια με μία δική μου που και μικρή είναι και έχει σπάσει νομίζω, και πολύ σκονισμένη. Προχωρώ πιο μέσα να κοιτάξω για την ομπρέλα μου. Ξαφνικά το μαγαζί κλείνει. Οι πόρτες πέφτουν κατακόρυφα προς τα κάτω και προσπαθώ να βρω την έξοδο. Βλέπω μία άσπρη πόρτα με χοντρό τζάμι στο πάνω μισό της, μέσα είναι κάποιος. Δεν είμαι σίγουρη πως είναι η έξοδος αλλά λέω ας μπω εδώ. Ο υπάλληλος με επιβεβαιώνει ότι πρέπει να πάω προς την πόρτα που μου δείχνει. Ανοίγω την πόρτα αυτή και βρίσκομαι σε έναν χώρο σαν νοσοκομείο. Περπατώ -ή μήπως όχι- στον φαρδύ διάδρομο της αίθουσας. Στους τοίχους ένα μακάβριο γυαλιστερό πράσινο που ίσως μόνο σε παλιά νοσοκομεία να μπορείς να βρεις (αν και γενικά τα δωμάτια "χάσκουν", τα χωρίζουν μόνο μεταξύ τους μεσοτοιχίες, προς το διάδρομο είναι σχεδόν ανοικτά). Βλέπω γύρω μου να κείτονται πάνω σε κρεβάτια με λευκά σεντόνια κάτι...θα ήθελα να πω σώματα αλλά μάλλον πρέπει να πω κρέατα. Είναι όλες τους γριές, άμορφες μάζες από σάρκα καλυμμένη με το λεπτό, μουχλιασμένο δέρμα που έχουν οι γέροι, σε σχήματα που πάνε να θυμίσουν σώμα. Κοιτάς και δεν ξέρεις αν βλέπεις ένα τεράστιο, παραμορφωμένο, αφύσικα επιμηκυσμένο κεφάλι χωρίς μάτια-μύτη στόμα ή έναν θώρακα χωρίς στήθος και θηλές. Δεν είσαι σίγουρος αν αναπνέουν, μάλλον κοιμούνται, χωρίς όμως να απέχουν και πολύ από τον αιώνιο ύπνο, έχουν ξεχάσει μες στο λήθαργο αν πλησιάζουν στο μεταίχμιό του ή αν έχουν προ πολλού περάσει στην αντιπέρα όχθη.
Μπροστά μου υγρές κίτρινες πατημασίες από ένα υγρό που σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο θα πρέπει να είναι ούρα. Βρίσκομαι πεσμένη στο πάτωμα (ευτυχώς όχι πάνω στα ούρα), το σώμα μου είναι βαρύ, δυσκολεύομαι να σηκωθώ, και ξαφνικά δεν φοράω πια τα ρούχα μου αλλά πιτζάμες σε φθαρμένο, λευκασμένο ροζ και γαλάζιο. Λέω όχι, μπορώ να σηκωθώ, μπορώ να πάω ως την πόρτα. Ξέρω ότι οι δυνάμεις μου δεν είναι πολλές, αλλά η θέλησή μου είναι ισχυρή, θα φτάσω ως την πόρτα. Καθώς πλησιάζω να αγγίξω το πόμολο, το χέρι μιας γριάς από το παραδίπλα δωμάτιο γίνεται τιραμόλα-πλαστοζυμαράκι και με πιάνει από τον πήχη. "Δεν μπορείς να φύγεις", μου λέει. Προτού προλάβω να δραπετεύσω από το γράπωμά της και από το δωμάτιο... ξυπνάω.
Και τώρα λίγο "ξενέρωμα", ανάλυση (τι κατάφερα να συνδέσω με τι τεσπαν): η βροχή είναι καιρικό φαινόμενο της εποχής που διανύουμε (οκ, καλά το πας, το'χεις! -μα τι βλακείες γράφω, δεν μου λέτε κι εσείς τίποτα), το "σάπια κρέατα" είναι μία φράση που είπα πολλές φορές χθες, καθώς πήγα μετά από πολλές βδομάδες απουσίας ξανά στο γυμναστήριο και ένιωθα πραγματικά τη δύναμή μου να... μην υπάρχει, όπως όταν ήμουν πεσμένη στο πάτωμα στο νοσοκομείο. Η γυμνάστρια μου είπε ότι "με το δικό μου πείσμα" η ανάκαμψή μου θα ήταν πολύ πιο γρήγορη από ό,τι υπολόγιζα, ίσως αυτό μου έδινε τόσο ισχυρή αίσθηση θέλησης και αποφασιστικότητας να σηκωθώ και να φύγω... οκ η βροχή δεν είναι απλώς καιρικό φαινόμενο, στο όνειρο ήταν μάλλον προβλήματα. Προβλήματα που νιώθω απροετοίμαστη να αντιμετωπίσω (παρόλο που στο όνειρο μου είχε φανεί πως θα'χε πλάκα να περπατήσω στη βροχή, αρκεί να είχα τα κατάλληλα παπούτσια και ομπρέλα -άσε που θα χαλούσε και το μαλλί), γι' αυτό γύρισα πίσω, να μπω λίγο κάπου μέσα να προστατευτώ -να βρω και ομπρέλα αλλά όχι εκείνη την παλιά, δεν κάνει. Όμως το λίγο κάπου μέσα προτού το καταλάβεις γίνεται πολύ κάπου μέσα, και το μαγαζί κλείνει και προτού το καταλάβεις σε τραβάνε σάπια κρέατα από το χέρι και προσπαθείς απελπισμένα να τους ξεφύγεις.
It's time to escape girl, I think that's your cue.
Μπαίνω σε ένα μαγαζί να κοιτάξω για παπούτσια κάπου στο Πανελλήνιο (το μαγαζί αυτό δεν υπάρχει στην πραγματικότητα) αλλά δεν βρίσκω τίποτα και ετοιμάζομαι να φύγω. Βγαίνοντας έξω με περιμένει μία δυνατή βροχή που όλο δυναμώνει περισσότερο. Και όχι τίποτα άλλο, φοράω τα παπούτσια του χορού (χωρίς κάλτσα) και θα γίνω χάλια. Μπαίνω ξανά στο μαγαζί να πάρω την ομπρέλα μου που ξέχασα. Λίγο μετά την είσοδο έχουν κομμάτια από το σκελετό ενός παλιού αυτοκινήτου (πολύ παλιού, όπως ήταν τα πρώτα αυτοκίνητα) και μία άλλη ομπρέλα, ίδια με μία δική μου που και μικρή είναι και έχει σπάσει νομίζω, και πολύ σκονισμένη. Προχωρώ πιο μέσα να κοιτάξω για την ομπρέλα μου. Ξαφνικά το μαγαζί κλείνει. Οι πόρτες πέφτουν κατακόρυφα προς τα κάτω και προσπαθώ να βρω την έξοδο. Βλέπω μία άσπρη πόρτα με χοντρό τζάμι στο πάνω μισό της, μέσα είναι κάποιος. Δεν είμαι σίγουρη πως είναι η έξοδος αλλά λέω ας μπω εδώ. Ο υπάλληλος με επιβεβαιώνει ότι πρέπει να πάω προς την πόρτα που μου δείχνει. Ανοίγω την πόρτα αυτή και βρίσκομαι σε έναν χώρο σαν νοσοκομείο. Περπατώ -ή μήπως όχι- στον φαρδύ διάδρομο της αίθουσας. Στους τοίχους ένα μακάβριο γυαλιστερό πράσινο που ίσως μόνο σε παλιά νοσοκομεία να μπορείς να βρεις (αν και γενικά τα δωμάτια "χάσκουν", τα χωρίζουν μόνο μεταξύ τους μεσοτοιχίες, προς το διάδρομο είναι σχεδόν ανοικτά). Βλέπω γύρω μου να κείτονται πάνω σε κρεβάτια με λευκά σεντόνια κάτι...θα ήθελα να πω σώματα αλλά μάλλον πρέπει να πω κρέατα. Είναι όλες τους γριές, άμορφες μάζες από σάρκα καλυμμένη με το λεπτό, μουχλιασμένο δέρμα που έχουν οι γέροι, σε σχήματα που πάνε να θυμίσουν σώμα. Κοιτάς και δεν ξέρεις αν βλέπεις ένα τεράστιο, παραμορφωμένο, αφύσικα επιμηκυσμένο κεφάλι χωρίς μάτια-μύτη στόμα ή έναν θώρακα χωρίς στήθος και θηλές. Δεν είσαι σίγουρος αν αναπνέουν, μάλλον κοιμούνται, χωρίς όμως να απέχουν και πολύ από τον αιώνιο ύπνο, έχουν ξεχάσει μες στο λήθαργο αν πλησιάζουν στο μεταίχμιό του ή αν έχουν προ πολλού περάσει στην αντιπέρα όχθη.
Μπροστά μου υγρές κίτρινες πατημασίες από ένα υγρό που σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο θα πρέπει να είναι ούρα. Βρίσκομαι πεσμένη στο πάτωμα (ευτυχώς όχι πάνω στα ούρα), το σώμα μου είναι βαρύ, δυσκολεύομαι να σηκωθώ, και ξαφνικά δεν φοράω πια τα ρούχα μου αλλά πιτζάμες σε φθαρμένο, λευκασμένο ροζ και γαλάζιο. Λέω όχι, μπορώ να σηκωθώ, μπορώ να πάω ως την πόρτα. Ξέρω ότι οι δυνάμεις μου δεν είναι πολλές, αλλά η θέλησή μου είναι ισχυρή, θα φτάσω ως την πόρτα. Καθώς πλησιάζω να αγγίξω το πόμολο, το χέρι μιας γριάς από το παραδίπλα δωμάτιο γίνεται τιραμόλα-πλαστοζυμαράκι και με πιάνει από τον πήχη. "Δεν μπορείς να φύγεις", μου λέει. Προτού προλάβω να δραπετεύσω από το γράπωμά της και από το δωμάτιο... ξυπνάω.
Και τώρα λίγο "ξενέρωμα", ανάλυση (τι κατάφερα να συνδέσω με τι τεσπαν): η βροχή είναι καιρικό φαινόμενο της εποχής που διανύουμε (οκ, καλά το πας, το'χεις! -μα τι βλακείες γράφω, δεν μου λέτε κι εσείς τίποτα), το "σάπια κρέατα" είναι μία φράση που είπα πολλές φορές χθες, καθώς πήγα μετά από πολλές βδομάδες απουσίας ξανά στο γυμναστήριο και ένιωθα πραγματικά τη δύναμή μου να... μην υπάρχει, όπως όταν ήμουν πεσμένη στο πάτωμα στο νοσοκομείο. Η γυμνάστρια μου είπε ότι "με το δικό μου πείσμα" η ανάκαμψή μου θα ήταν πολύ πιο γρήγορη από ό,τι υπολόγιζα, ίσως αυτό μου έδινε τόσο ισχυρή αίσθηση θέλησης και αποφασιστικότητας να σηκωθώ και να φύγω... οκ η βροχή δεν είναι απλώς καιρικό φαινόμενο, στο όνειρο ήταν μάλλον προβλήματα. Προβλήματα που νιώθω απροετοίμαστη να αντιμετωπίσω (παρόλο που στο όνειρο μου είχε φανεί πως θα'χε πλάκα να περπατήσω στη βροχή, αρκεί να είχα τα κατάλληλα παπούτσια και ομπρέλα -άσε που θα χαλούσε και το μαλλί), γι' αυτό γύρισα πίσω, να μπω λίγο κάπου μέσα να προστατευτώ -να βρω και ομπρέλα αλλά όχι εκείνη την παλιά, δεν κάνει. Όμως το λίγο κάπου μέσα προτού το καταλάβεις γίνεται πολύ κάπου μέσα, και το μαγαζί κλείνει και προτού το καταλάβεις σε τραβάνε σάπια κρέατα από το χέρι και προσπαθείς απελπισμένα να τους ξεφύγεις.
It's time to escape girl, I think that's your cue.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2008
Θυμήθηκα!
Εκεί που έλεγα ότι είχα ξεχάσει τι άλλο ονειρεύτηκα χθες, μου 'ρχεται ξαφνικά τώρα το απόγευμα μία ακόμη μακάβρια εικόνα του χθεσινού μου ονείρου. Μία μεγάλη φωτογραφία στο εξώφυλλο ενός εντύπου σαν περιοδικό, που δείχνει ένα μικρό κοριτσάκι με φοβισμένο βλέμμα και όλα του τα δακτυλάκια κομμένα σχεδόν σύριζα. Κάτι σαν ιδιαίτερα φροντισμένο και πολυτελές ντοσιέ με τις δραστηριότητες ενός αδίστακτου ψυχοπαθούς (προφανώς) δολοφόνου. Και όλα στο όνειρο γκρίζα και σκοτεινά, πουθενά φως καθαρό, στην καλύτερη περίπτωση να βρεις ένα άρρωστο αχνοφέγγισμα σε γκριζοπράσινο ή υπόλευκο χρώμα. Τόσο σκοτάδι... τόσο αρρωστημένα όλα, τόσο μακάβρια, κι εγώ αναπόδραστα αιχμάλωτη των εικόνων αυτών μέσα στη νύχτα. Έλεγα προηγουμένως να ξαπλώσω λίγο για να είμαι πιο φρέσκια στο τραπέζι που με έχουν καλέσει το βράδυ αλλά το ξανασκέφτηκα...
In the still of the night
Καλό μου υποσυνείδητο γιατί μου τα κάνεις αυτά; Γιατί μου προβάλλεις θρίλερ μεταμεσονύχτιες ώρες, αφού ξέρεις ότι δεν τα αντέχω;
Βλέπω ότι ενώ είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι πλησιάζει από γύρω γύρω μία γριά μαυροφορεμένη, με μαντήλι και όλα τα σχετικά (το πρόσωπό της δεν φαίνεται), έρχεται στο πλάι του κρεβατιού και πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου. Και όπως θα γινόταν και στο πιο τετριμμένο θρίλερ, το πρόσωπό της γίνεται μία αραχνιασμένη και σεπόμενη νεκροκεφαλή, με αποτέλεσμα να τρομάζω απίστευτα (εδώ ταιριάζουν διάφορες εκφράσεις όπως κλάνω μέντες, βλέπω το χριστό φαντάρο και λοιπά γλαφυρά, αλλά τις βρίσκω άκομψες για το κείμενό μου, τις αναφέρω όμως για να πάρετε τη γενική ιδέα). Αναφωνώ λοιπόν εγώ: "Παναγία μου, ο θάνατος". Όμως το έλεγα κατά κάποιο τρόπο "από μέσα μου". Πολλές φορές στον ύπνο μου βρίσκομαι σε μία κατάσταση που είτε επειδή μισοκαταλαβαίνω ότι ονειρεύομαι είτε για άλλο λόγο, νιώθω ότι δεν μπορώ να φωνάξω "πραγματικά" Προσπαθώ να φωνάξω και το μόνο που βγαίνει από μέσα μου είναι βεβιασμένες ανάσες, σαν να έχει κλείσει ο λαιμός μου, σαν να μου έχει κοπεί η λαλιά. Η μεγάλη διαφορά στο χθεσινό όνειρο ήταν ότι μπόρεσα μετά από αρκετή ομολογουμένως προσπάθεια να βγάλω μία κραυγή. Ζωωδώς άναρθρη και απαίσια, αλλά σε κάθε περίπτωση κραυγή. Ήταν το μόνο θετικό στο όνειρό μου, το μόνο που με παρηγόρησε όταν ξύπνησα κατατρομαγμένη μέσα στη νύχτα. Σκέφτηκα τότε να κάτσω να γράψω όσα είχα δει αλλά ήθελα να ξανακοιμηθώ και τα 'χα κάνει και πάνω μου απ' το φόβο μου. Κακώς όμως γιατί έτσι ξέχασα τα υπόλοιπα μέρη του ονείρου, από τα οποία θυμάμαι μόνο κάποιες παιδικές φωτογραφίες να ζωντανεύουν και να παρακολουθώ μία συζήτηση δύο γυναικών που ήταν καθισμένες σε ένα σαλόνι μέσα από ένα τζάμι.
Βλέπω ότι ενώ είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι πλησιάζει από γύρω γύρω μία γριά μαυροφορεμένη, με μαντήλι και όλα τα σχετικά (το πρόσωπό της δεν φαίνεται), έρχεται στο πλάι του κρεβατιού και πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου. Και όπως θα γινόταν και στο πιο τετριμμένο θρίλερ, το πρόσωπό της γίνεται μία αραχνιασμένη και σεπόμενη νεκροκεφαλή, με αποτέλεσμα να τρομάζω απίστευτα (εδώ ταιριάζουν διάφορες εκφράσεις όπως κλάνω μέντες, βλέπω το χριστό φαντάρο και λοιπά γλαφυρά, αλλά τις βρίσκω άκομψες για το κείμενό μου, τις αναφέρω όμως για να πάρετε τη γενική ιδέα). Αναφωνώ λοιπόν εγώ: "Παναγία μου, ο θάνατος". Όμως το έλεγα κατά κάποιο τρόπο "από μέσα μου". Πολλές φορές στον ύπνο μου βρίσκομαι σε μία κατάσταση που είτε επειδή μισοκαταλαβαίνω ότι ονειρεύομαι είτε για άλλο λόγο, νιώθω ότι δεν μπορώ να φωνάξω "πραγματικά" Προσπαθώ να φωνάξω και το μόνο που βγαίνει από μέσα μου είναι βεβιασμένες ανάσες, σαν να έχει κλείσει ο λαιμός μου, σαν να μου έχει κοπεί η λαλιά. Η μεγάλη διαφορά στο χθεσινό όνειρο ήταν ότι μπόρεσα μετά από αρκετή ομολογουμένως προσπάθεια να βγάλω μία κραυγή. Ζωωδώς άναρθρη και απαίσια, αλλά σε κάθε περίπτωση κραυγή. Ήταν το μόνο θετικό στο όνειρό μου, το μόνο που με παρηγόρησε όταν ξύπνησα κατατρομαγμένη μέσα στη νύχτα. Σκέφτηκα τότε να κάτσω να γράψω όσα είχα δει αλλά ήθελα να ξανακοιμηθώ και τα 'χα κάνει και πάνω μου απ' το φόβο μου. Κακώς όμως γιατί έτσι ξέχασα τα υπόλοιπα μέρη του ονείρου, από τα οποία θυμάμαι μόνο κάποιες παιδικές φωτογραφίες να ζωντανεύουν και να παρακολουθώ μία συζήτηση δύο γυναικών που ήταν καθισμένες σε ένα σαλόνι μέσα από ένα τζάμι.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2008
Ο σουρεαλισμός της σκέψης
Έρημο τοπίο, μια χωματένια ώχρα παντού γύρω. Ξερή, άνυδρη και στείρα, απλώνεται πέρα για πέρα ως τη γραμμή του ορίζοντα. Περπατώ ξυπόλυτη μέσα στα ερείπια, το χώμα είναι μαλακό και ζεστό αλλά δεν έχω πουθενά να πάω. Μόνο τρεις τέσσερις τοίχοι από ένα σπίτι ερειπωμένο είναι μπροστά μου. Σκέτοι τοίχοι με παράθυρα που χάσκουν, με αφήνουν εκτεθειμένη από παντού, δεν υπάρχει δωμάτιο, δεν υπάρχει "μέσα", είμαι απροστάτευτη. Αναγκάζομαι να περπατήσω, αφού δεν υπάρχει το "μέσα", άρα είμαι στο "έξω" και στο "έξω" δεν κάθεσαι, προχωράς. Όπου και να πάω βρίσκεται μπροστά μου το ερειπωμένο κατ'ευφημισμόν σπίτι. Μάλλον πως τα βήματά μου, χωρίς να το συνειδητοποιώ, δεν απομακρύνονται ποτέ από αυτό. Όπου και αν θελήσω να πάω βρίσκεται δίπλα μου να μου θυμίζει τι δεν έχω, να μου θυμίζει ότι είμαι έρημη και απροστάτευτη. Μάλλον τελικά κάνω κύκλους γύρω από αυτό, ίσως δεν περπατώ και πολύ, όπως νόμιζα. Το χώμα πετρώνει κάτω απ' τα πόδια μου ή τα πόδια μου πετρώνουν πάνω απ' το χώμα; Η καρδιά μου πετρώνει μέσα στην έρημο και λαχταρά την αποσύνθεση που θα την κάνει κι αυτήν ζεστή και χωμάτινη, κι ας ξέρει ότι μετά θα αρκεί λίγο να τριφτεί για να θρυμματιστεί και να γίνει σκόνη, ένα τίποτα, ένα με τα πάντα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)