Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

Δεν αντέχω άλλο τη μάνα μου που με ζαλίζει να παντρευτώ

Ορίστε, το είπα. Δεν την αντέχω. Τι μικροαστική αντίληψη, τι χαζομάρα να προσδοκάς χαζοχαρούμενα και να προωθείς κουτοπόνηρα την «αποκατάσταση» (=κρέμασμα) του παιδιού σου και μάλιστα, το χειρότερο από όλα, να το φέρνεις σε δύσκολη θέση μπροστά σε τρίτους. Κάθεται και βάζει τρίτους (παρουσία πολλών ατόμων) να με ρωτάνε πότε θα παντρευτώ και τι θα κάνω, και ρωτάει τον καθένα «πώς μπορεί να στριμώξει τα παιδιά να παντρευτούν». Εγώ κατ’ ιδίαν της δίνω την αποστομωτική απάντηση «Δεν θέλω να παντρευτώ γιατί τα είδα και τα δικά σου τα χαΐρια, εσύ δεν παραπονιέσαι συνέχεια; Για ποιο λόγο να γίνω και εγώ σαν κι εσένα; Καλύτερα ελεύθερη». Μπροστά σε άλλους όμως δεν μπορώ να λέω τέτοια πράγματα, εγώ είμαι διακριτική (σε αντίθεση με κάποιους άλλους). Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όμως και όλο μου έρχεται στο μυαλό η οικογενειακή φίλη που μιλώντας με τη μητέρα μου γυρνάει και με ρωτάει (εγώ στην άλλη άκρη του δωματίου, να μας ακούσουν όλοι) πόσο χρονών είμαι τώρα (για να μου δείξει έμμεσα ότι γεροντοκοριάζω, εγώ γιατί δεν τη ρώτησα πόσο χρονών είναι τώρα δηλαδή;) και αν είμαι σε θέση να παντρευτώ. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει το μαγικό «κλικ» μέσα μου και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με κάτι τέτοιες μικροαστικές ανοησίες. Γιατί αφήνω να με επηρεάζουν τόσο; Γιατί εκνευρίζομαι; Δεν ξέρω, ας συνεχίσω να γράφω, ίσως κάπου καταλήξω. Πιστεύει αφελώς η μαμά μου ότι πες πες κάτι θα μείνει, και στο τέλος (μετά από πλύση εγκεφάλου και συσσώρευση ψυχικής ταλαιπωρίας) θα παραιτηθώ από την άρνησή μου προς το γάμο και θα συμμορφωθώ επιτέλους με τις κοινωνικές (και κυρίως τις μητρικές) προσδοκίες που συγκεντρώνονται στο πρόσωπό μου, στο παράμεσό μου δάκτυλο και τη μήτρα μου. Καλά δεν καταλαβαίνει ότι όσο με ζαλίζει έτσι τόσο με απομακρύνει από αυτό που η ίδια επιθυμεί; Αλλά έτσι είναι κακομαθημένη, ο μπαμπάς μου την έχει κακομάθει να περνάει πάντα το δικό της (και να νιώθει πάντα ριγμένη!) και νομίζει ότι θα γίνει το ίδιο και με μένα.

ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΝΤΕΧΩ! Βοήθεια γειτόνοι της blogoγειτονίας, ζητάω λόγια λύπησης και παρηγοριάς να βρω κουράγιο!

Κυριακή, Απριλίου 22, 2007

Edith Piaf-Ζωή σαν τριαντάφυλλο

Μα τι ζωή! Η φωνή της σπαράζει μέσα στα πνευμόνια της και ορθώνει το ανάστημά της στο πείσμα μιας ζωής διαφορετικά καταδικασμένης στη φτώχεια και την πορνεία.

Την οδηγεί σε μια πορεία λουσμένη στο φως της δόξας και της καλλιτεχνικής καταξίωσης, πηγμένη στο σκοτάδι του πόνου από τα ανελέητα χτυπήματα μιας μοίρας που ξεσπά τις συμφορές πάνω της με όλη της τη μανία. Γυναίκα άχαρη, κακοφτιαγμένη και καμπουριαστή (έως και οικτρά σκεβρωμένη όσο προχωρούσε προς το τέλος της ζωής της), μα η φωνή της έκανε να μοιάζει θαμπή και ψεύτικη η ομορφιά του σώματος, εξέπεμπε κάλος και δύναμη πάνω από τα μέτρα της ζωής, από το βάθος των πνευμόνων της η φωνή της φτάνει και ξεπερνά τα μέτρα της ζωής, και θα ηχεί πια για πάντα πατώντας στον παλμό κάθε ψυχής που αισθάνεται συγκίνηση αυθεντική στο άκουσμά της.

Η αφηγηματική ροή της ταινίας άναρχη: λίγο από την αρχή, και λίγο από το τέλος, και πάλι λίγο από την αρχή και πάλι λίγο από το τέλος, και οι πρώτες καλές μέρες και λίγο από τις πρώτες κακές μέρες… Η ταινία ρέει όπως ξεχύνονται από το συρτάρι οι φωτογραφίες μιας ζωής, ανακατεμένες, όπως δένει στο μυαλό τις αναμνήσεις η κλωστή του συνειρμού, όπως αφήνει το αποτύπωμά του στην ψυχή το βίωμα, και την παρασύρει να ταξιδέψει ξανά, κάθε φορά σε μια διαφορετική πτυχή του παρελθόντος.

Να ζεις τόσα πολλά… Να έχεις νιώσει τόσα πολλά… Να έχεις υποφέρει τόσο… Και στο τέλος να επιμένεις με όλο το σθένος της φωνής και της ψυχής σου ότι δεν μετανιώνεις τίποτα…

Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

Ο λαβύρινθος του Πάνα

…όχι του πάνα-βρακάκι όπως κοροϊδευτικά έλεγα πριν πάω να δω την ταινία (γιατί έκτοτε δεν κοροϊδεύω, σώπασα). Θα μπορούσε να είναι δύο διαφορετικές ταινίες, μία ρεαλιστική, να απεικονίζει την Ισπανία του 1944, και μία φανταστική, για τον κόσμο που έπλασε μέσα από παραμύθια ένα μικρό κορίτσι. Φαίνονται τόσο διαφορετικές αυτές οι δύο συνιστώσες, και τις βιώνεις και πολύ διαφορετικά μέσα από την ταινία, καταλαβαίνεις όμως τη θέση που έχει η φαντασία μέσα σε έναν σκληρό κόσμο, το καταφύγιο που προσφέρει (ιδίως σε μια τρυφερή ηλικία). Η μικρή Οφηλία πηγαίνει να ζήσει μαζί με τη μητέρα της με τον βάναυσο λοχαγό πατριό της. Ο κόσμος της πραγματικότητας, με την σκληρότητά του, τον πόλεμο, τη βία, μοιάζει να μην την αγγίζει όταν εισέρχεται σε έναν φανταστικό κόσμο, όπου αυτή είναι η πριγκίπισσα που πρέπει να σώσει το βασίλειό της του κάτω κόσμου, αντιμετωπίζοντας παναπαίσιους γιγάντιους βατράχους (απείρως συμπαθέστερους από τον πατριό της όμως) και τέρατα με τα μάτια στα χέρια. Η μικρή καταφέρνει τελικά να εκπληρώσει το μυθώδες πεπρωμένο της και να αποδράσει μια για πάντα από τον αποκρουστικό κόσμο της πραγματικότητας.

Η ταινία με άγγιξε ιδιαίτερα γιατί ταυτίστηκα με αυτή τη διαδικασία απόδρασης από την πραγματικότητα. Κι εγώ προτιμώ να βυθίζομαι στα βιβλία μου αντί να βλέπω ειδήσεις πχ και να μην αντιμετωπίζω την ασχήμια κατάματα αλλά να κάνω σαν να μη με αφορούν πράγματα που δεν μου αρέσουν. Ελπίζω μόνο να μην έχω την τραγική κατάληξη της μικρής.