Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Family. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Family. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2010

Grandparents living through me

Έκανα πρόσφατα μία αταβιστική σκέψη (το ήξερα ότι θα τη χρησιμοποιούσα τη λέξη αυτή κάποια μέρα!) συνδέοντας μέρη του εαυτού μου και πιο συγκεκριμένα φάσεις της ζωής μου με τους γονείς των γονιών μου, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Πολλές φορές βλέπω στοιχεία από τον χαρακτήρα του πατέρα μου ή της μητέρας μου στον εαυτό μου (κυρίως στοιχεία που δεν μου αρέσουν, θα πρέπει να ομολογήσω), αυτή τη φορά όμως το προχώρησα ένα βήμα παραπέρα και όχι μόνο πήγα μία γενιά πίσω, αλλά αντιστοίχησα και καθένα από τα άτομα με μία διαφορετική φάση της προσωπικής μου ιστορίας. Έτσι λοιπόν έχουμε και λέμε:

Ο παππούς με το αγαπημένο όνομα: Μπορεί να πέθανε όταν ήμουν 8 χρονών, αλλά με επηρέασε όσο κανείς άλλος από τους παππουδογιαγάδες μου (μα δεν υπάρχει το grandparents στα ελληνικά;) Από τους πρώτους που μου ενέπνευσαν την αγάπη για τη γλώσσα (θυμάμαι την έκπληξή μου όταν μου είπε για πρώτη φορά τη λέξη "κρανίο", κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ έμοιαζε μορφολογικά με τη λέξη "θρανίο" -κάπως πιο οικεία σε μένα- με την οποία δεν είχε την παραμικρή σχέση εννοιολογικά). Όλοι όσοι τον γνώρισαν έχουν να λένε για έναν άνθρωπο με μόρφωση, ήθος, εργατικότητα και άρτιο χαρακτήρα. Ο σοφός. Ο προκομμένος. Εγώ μικρή, επιμελής μαθήτρια, "το καλό κορίτσι", το συνετό, το έξυπνο. (Αυταπάτη #1)

Η γιαγιά η "συνόμισσα": Πρωτοποριακή για την εποχή της, πολύ δραστήρια, πολύ "μέσα σ' όλα", αρσακειάς παρακαλώ (σε μία εποχή που οποιαδήποτε μορφή μόρφωσης πέραν του δημοτικού ήταν για τις γυναίκες κάτι σαν το Άγιο Όρος). Η φεμινίστρια. Η δυναμική. Εγώ έφηβη (θα σπουδάσω για να μην χρειαστεί να γίνω νοικοκυρά). (Αυταπάτη #2)

Παππούς από μαμά μεριά: Πολιτικοποιημένος, επαναστατημένος και επικυρηγμένος, πνεύμα ανεξάρτητο, άνθρωπος που προτιμούσε να πάει στο καφενείο από το να δει τα εγγόνια του πολλές από τις φορές που πηγαίναμε μικρά στο χωριό. Απόμακρος. Ο αντάρτης. Εγώ φοιτήτρια (θα φέρω τα πάνω κάτω και θα κάνω αυτό που θέλω). (Αυταπάτη #3)

Γιαγιά από μαμά μεριά: Η καλή μας η γιαγιά, η ήσυχη, η κουζινομηχανή, η γιαγιά με τα κουνελάκια, τα γατάκια, η γιαγιά που ξεπουπούλιαζε περιστέρια, που έφτιαχνε το πιο τέλειο πιλάφι, που μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα χωρίς να φέρνει ποτέ αντίρρηση σε τίποτα. Και η μόνη που δεν έχει εγγόνι με το όνομά της (σωθήκανε και τα εγγόνια βέβαια, άλλο ένα κορίτσι χρειαζόμασταν). Η υποτακτική, η άβουλη, η νοικοκυρά. Εγώ τώρα;

Φαντάζομαι το αταβιστικό μου γενεαλογικό δέντρο να εκτείνεται απεριόριστα στο παρελθόν, με τους γονείς και τους γονείς των γονιών καθενός από τους grandparents μου (μα αυτή η ελληνική γλώσσα, είναι σε κάποια θέματα ελλιπής!) να διαμορφώνουν το θυμικό και τον χαρακτήρα καθενός από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Μία ατέλειωτη γραμμή καταγωγής...

Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

Δεν αντέχω άλλο τη μάνα μου που με ζαλίζει να παντρευτώ

Ορίστε, το είπα. Δεν την αντέχω. Τι μικροαστική αντίληψη, τι χαζομάρα να προσδοκάς χαζοχαρούμενα και να προωθείς κουτοπόνηρα την «αποκατάσταση» (=κρέμασμα) του παιδιού σου και μάλιστα, το χειρότερο από όλα, να το φέρνεις σε δύσκολη θέση μπροστά σε τρίτους. Κάθεται και βάζει τρίτους (παρουσία πολλών ατόμων) να με ρωτάνε πότε θα παντρευτώ και τι θα κάνω, και ρωτάει τον καθένα «πώς μπορεί να στριμώξει τα παιδιά να παντρευτούν». Εγώ κατ’ ιδίαν της δίνω την αποστομωτική απάντηση «Δεν θέλω να παντρευτώ γιατί τα είδα και τα δικά σου τα χαΐρια, εσύ δεν παραπονιέσαι συνέχεια; Για ποιο λόγο να γίνω και εγώ σαν κι εσένα; Καλύτερα ελεύθερη». Μπροστά σε άλλους όμως δεν μπορώ να λέω τέτοια πράγματα, εγώ είμαι διακριτική (σε αντίθεση με κάποιους άλλους). Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όμως και όλο μου έρχεται στο μυαλό η οικογενειακή φίλη που μιλώντας με τη μητέρα μου γυρνάει και με ρωτάει (εγώ στην άλλη άκρη του δωματίου, να μας ακούσουν όλοι) πόσο χρονών είμαι τώρα (για να μου δείξει έμμεσα ότι γεροντοκοριάζω, εγώ γιατί δεν τη ρώτησα πόσο χρονών είναι τώρα δηλαδή;) και αν είμαι σε θέση να παντρευτώ. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει το μαγικό «κλικ» μέσα μου και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με κάτι τέτοιες μικροαστικές ανοησίες. Γιατί αφήνω να με επηρεάζουν τόσο; Γιατί εκνευρίζομαι; Δεν ξέρω, ας συνεχίσω να γράφω, ίσως κάπου καταλήξω. Πιστεύει αφελώς η μαμά μου ότι πες πες κάτι θα μείνει, και στο τέλος (μετά από πλύση εγκεφάλου και συσσώρευση ψυχικής ταλαιπωρίας) θα παραιτηθώ από την άρνησή μου προς το γάμο και θα συμμορφωθώ επιτέλους με τις κοινωνικές (και κυρίως τις μητρικές) προσδοκίες που συγκεντρώνονται στο πρόσωπό μου, στο παράμεσό μου δάκτυλο και τη μήτρα μου. Καλά δεν καταλαβαίνει ότι όσο με ζαλίζει έτσι τόσο με απομακρύνει από αυτό που η ίδια επιθυμεί; Αλλά έτσι είναι κακομαθημένη, ο μπαμπάς μου την έχει κακομάθει να περνάει πάντα το δικό της (και να νιώθει πάντα ριγμένη!) και νομίζει ότι θα γίνει το ίδιο και με μένα.

ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΝΤΕΧΩ! Βοήθεια γειτόνοι της blogoγειτονίας, ζητάω λόγια λύπησης και παρηγοριάς να βρω κουράγιο!

Πέμπτη, Μαΐου 04, 2006

Οι δικοί μου ξένοι...

...είναι οι αγαπημένοι, λέει ένα τραγούδι της Αλεξίου. Μιλάει για το πώς οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι, οι συγγενείς ιδιαίτερα, είναι και οι πιο άγνωστοι γιατί παρότι περνάμε μεγάλο μέρος της ζωής μας κοντά τους ποτέ δεν καταφέρνουμε να τους γνωρίσουμε πραγματικά, δεν θα μάθουμε ποτέ τις πιο κρυφές τους σκέψεις και ας τους έχουμε κάθε μέρα δίπλα μας. Μοναδικό το θέμα του τραγουδιού, δεν έχω ακούσει άλλο τραγούδι με τέτοιο θέμα.

Το έφερα ξανά στο μυαλό μου με αφορμή μία... μεταμόρφωση που παρατηρώ το τελευταίο διάστημα στον αδερφό μου. Ο αδερφός μου γίνεται ένας ξένος. Για την ακρίβεια ποτέ δεν είμασταν φίλοι-φίλοι, πάντα εφαρμόζαμε με επιτυχία την αρχή της παραλληλίας στις ζωές μας αλλά τώρα τελευταία έχει χαθεί ακόμη και αυτή η ευχάριστη αβίαστη οικειότητα που έχεις με τα αδέρφια σου. Η συμπεριφορά του έχει μία συγκατάβαση, καμιά φορά νομίζω πως μου φέρεται όπως θα φερόταν κάποιος στο αφεντικό του για να του κάνει καλή εντύπωση. Προσπαθεί να δείχνει ενδιαφέρον για ό,τι του πω ακόμη και αν δεν τον ενδιαφέρει πραγματικά (με τρόπο που δείχνει περισσότερη προσπάθεια παρά ενδιαφέρον), γελά με τα αστεία μου (ή να γελά έτσι κι αλλιώς όταν υποψιάζεται ότι ίσως είπα για αστείο κάτι, ενώ μπορεί εγώ να μην περίμενα αντιδράσεις κοινού σώνει και καλά). Και αυτό το γέλιο του... ο αδερφός μου έχει δύο γέλια: ένα κανονικό, αυθόρμητο, και ένα προσποιητό, ψεύτικο (καινούριο είναι αυτό), ένα χαζό τρανταχτό κι επιδεικτικό χάχανο που μοιάζει με γέλιο γουρουνιού (αν γελούσαν τα γουρούνια έτσι θα ακουγόταν) και που πιστεύω πως αν μπορούσε να το ακούσει δεν θα το έκοβε αυτοστιγμεί.

Δεν τα λέω με κακή και προσβλητική διάθεση αυτά, τον αδερφό μου τον αγαπώ ίσως όσο κανέναν άλλον στον κόσμο. Όμως μου είναι δύσκολο να δεχτώ ότι μου φέρεται με αυτή τη συγκατάβαση κάποιος που μεγαλώσαμε μαζί. Ίσως να τον έχει επηρεάσει ο στρατός, δεν ξέρω (γιατί είναι φαντάρος τώρα) και να μου φέρεται βάσει ενός ενιαίου προτύπου συμπεριφοράς που ασυναίσθητα έχει υιοθετήσει σε ένα χώρο οπου αναγκαστικά μιλάς κάθε μέρα με ένα σωρό άτομα ανεξάρτητα από το αν τα κάνεις κέφι ή όχι.

Θα ήθελα να επέστρεφε ο αυθορμητισμός στη συμπεριφορά του προς τα μένα, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι θα άρχιζε και πάλι να με φωνάζει "Μπαλούνα" και μου λέει χωρίς περιστροφές "Αηδία είναι τα μαλλιά σου!" για την καινούρια μου κόμμωση.

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

Η αφανής νεράιδα

Πού είσαι ρε μαμά, ένα μήνα λείπεις από το σπίτι και η μούχλα έχει λάβει διαστάσεις... πλευρώτους! Αφανής ήρωας, αόρατη νεράιδα της αστραφτερής καθαριότητας και της αξιοπρεπούς υγιεινής (γιατί το πρώτο πες δεν το έχουμε πια, το δεύτερο όμως!). Τραγική η απουσία της μάνας, αφήνει τα σημάδια της στις καρδιές και κυρίως στα πλακάκια του μπάνιου, στη λεκάνη, το νιπτήρα, τη μοκέτα. Το σπίτι οδεύει στην πλήρη κατάρρευση, καθώς σε λίγο θα μας φάνε τα σκουλήκια.

Γι' αυτό η μάνα είναι η κολώνα του σπιτιού.

(Θα μου πεις πιάσε κι εσύ κανένα βετέξ, κόρη ακαμάτρα, κακομαθημένη, όλα στο πιάτο θες να σου τα έχουνε, μη σου πέσει η μύτη έτσι και κάνεις καμιά δουλειά παραπάνω, που με το ζόρι φροντίζεις για πιάτα και ρούχα!)