...ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010
Skiing
Ας προσπαθήσω να περιγράψω την πρώτη μου επαφή με το κοσμοπολίτικο χειμερινό άθλημα του σκι. Κατ' αρχάς να πω ότι πριν καν πάω στο χιονοδρομικό κέντρο με περιέβαλλε μία ακατάβλητη αισιοδοξία και βεβαιότητα ότι είμαι φυσικό ταλέντο στο σκι και ότι με το που θα βάλω τα πέδιλα θα αρχίσω να πηγαίνω κανονικότατα, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα, λες και έκανα όλη μου τη ζωή. Και δεν έπεσα εντελώς έξω. Πράγματι ισορρόπησα άνετα στα πρώτα μου βήματα-γλιστρήματα, έχοντας κατά νου διάφορες συμβουλές και πληροφορίες που είχα ακούσει, βρήκα εύκολα πώς σταματάνε (βασικό!) και τσουκου τσούκου άρχισα τα πρώτα μου δειλά αλλά σταθερά βήματα πάνω στο χιόνι. Εντυπωσιακό! Έλα όμως που το εξαιρετικό μου ξεκίνημα με παρέσυρε να διανύσω το αρκετά εύκολο πρώτο κομμάτι μίας πίστας 6 χιλιομέτρων (μην το ψάχνετε, είναι πολλά!)... την οποία ήμουν στη συνέχεια αναγκασμένη να κατέβω! Το βασικό μου πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερα να στρίβω. Έτσι έστριβα δια της πλαγίας οδού, ήτοι έπεφτα, γυρνούσα προς την άλλη κατεύθυνση και μετά σηκωνόμουν και πάλι απ'την αρχή. Για καλή μου τύχη βρέθηκε στο δρόμο μου μία δασκάλα του σκι (ή μάλλον εγώ βρέθηκα στο δρόμο της, γιατί αυτή πήγαινε, εγώ δεν πήγαινα) και μου πρότεινε ένα μάθημα-διάσωση το οποίο φυσικά δεν αρνήθηκα. Είδαμε και πάθαμε βέβαια, γιατί δεν ήταν ιδανικές συνθήκες για πρώτο μάθημα αυτές, εγώ κουραζόμουν εύκολα (τα είχα δει όλα από τη γενικότερη υπερπροσπάθεια), έτσι το μάθημα που αυτή υπολόγιζε στα 45 λεπτά έφτασε τελικά να διαρκεί σχεδόν 1μιση ώρα. Κανονίσαμε ένα ακόμη μάθημα και την επόμενη μέρα, υπό φυσιολογικότερες συνθήκες αυτή τη φορά, και κάπως πήρα μπρος γενικότερα. Την τρίτη μέρα έκανα μόνη μου εξάσκηση σε αυτά που μου είπε, για να καταφέρω ως το τέλος της να κατέβω την πίστα των 6 χιλιομέτρων με απόλυτη άνεση και χωρίς καμία πτώση παρακαλώ! (Και πάλι όμως μου φάνηκε ατέλειωτη, αν και άνετη αυτή τη φορά, πήγαινα πήγαινα και τελειωμό δεν είχα, λέω είναι δυνατόν να το έκανα όλο αυτό την πρώτη μέρα;) Την τέταρτη μέρα, νιώθοντας πια "ψημένη", πήγα στην κορυφή του βουνού, στα 2600 μέτρα υψόμετρο, να βγάλω μερικές πίστες που ήταν από εκεί και κάτω. Βρε τι κουτρουβάλα ήταν αυτή! Το χιόνι εκεί ψηλά ήταν άφθονο, αφράτο και παχύ (της μάνας του καμάρι), έτσι σαν βγήκα εις την εξοχή και στο χλωρό χορτάρι (όταν πήγα να κατέβω την πίστα εννοώ) άρχισα να τρώω την μία τούμπα μετά την άλλη γιατί δεν "πατούσα" καλά κάτω και ήταν και κάπως ανισόπεδα, χάλια... Απελπισία μαύρη. Εδώ άρχισε να αναπτύσσεται η ίδια ψυχολογία που είχα και την πρώτη μέρα ("τι δουλειά έχω εγώ εδώ, πάμε να φύγουμε, τι ήρθαμε να κάνουμε, βλακεία το σκι, δεν είμαι εγώ για τέτοια, κλπ"), μία ψυχολογία που έχω και στο σκαρφάλωμα πολλές φορές (τις περισσότερες δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής). Έλα όμως που δεν είχα επιλογή. Τι θα έκανα δηλαδή; Θα έβγαζα τα πέδιλα και θα ανηφόριζα με τα πόδια (φορώντας τις μολυβένιες μπότες και κουβαλώντας τα πέδιλα) την πλαγιά για να γυρίσω πίσω; Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συνεχίσω. Πέσε μία, πέσε δύο, πέσε τρεις, απελπίσου μία-δύο-τρεις, κάποια στιγμή τη βαρέθηκα την κλάψα. Και λέω θα κατέβω τώρα ο κόσμος να χαλάσει. Και αρχίζω, ξεκινάω πέφτω σηκώνομαι, ξαναξεκινάω ξαναπέφτω ξανασηκώνομαι, σχεδόν επί τόπου. Η επιμονή μου επιβραβεύτηκε, καθώς λίγο παρακάτω συνάντησα πολύ πιο βατό χιόνι που μου επέτρεψε να προχωράω με πολύ λιγότερες πτώσεις (συνέβαλε βέβαια σε αυτό και το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να αυτοματοποιούνται οι κινήσεις που έκανα κάθε φορά προσπαθώντας να μην πέσω, έτσι την τελευταία στιγμή τη γλίτωνα). Ολοκλήρωσα την προσπάθειά μου μούσκεμα στον ιδρώτα, με τα γάντια επίσης βρεγμένα (γιατί δεν είχα γάντια του σκι, φορούσα κάτι φλις) και μία αίσθηση προσωπικής υπέρβασης. Επέστρεψα από τις χειμερινές μου διακοπές σχεδόν δύο κιλά πιο αδύνατη από ό,τι έφυγα!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες κι εσύ;