Ας αρχίσω να σας γράφω για τα μέρη που πήγα την πρωτοχρονιά ξεκινώντας από ένα φανταστικό κάστρο που κάπως από σπόντα επισκέφτηκα με τον φίλο μου στο ελβετικό χωριό Gruyeres (θέλει και ένα accent grave -κοινώς βαρεία- στο πρώτο e αλλά βαριέμαι να ψάχνω τη γαλλική γραμματοσειρά τώρα, sorry). Το χωριό αυτό έχει δώσει το όνομά του στο γνωστό τυρί γραβιέρα, και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που ήθελα να το επισκεφτώ (το γιατί η τυροκομία είναι λόγος ικανός να σε τραβήξει να επισκεφτείς ένα μέρος αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, but it somehow made sense at the time -όπα το αγγλικό μου βγήκε πολύ αυθόρμητα, θα έχω πρόβλημα με τη μετάφραση και είμαι κρύα ακόμη από τις διακοπές).
Το τοπίο γύρω μαγευτικό, το κάστρο σε ύψωμα που σου χαρίζει πλήρη εποπτεία της κοιλάδας όπου είναι χτισμένο το χωριό, ενώ πανύψηλα και χιονισμένα βουνά στέκουν επιβλητικά παραπέρα, με το λευκό των κορφών τους να λαμπυρίζει στο καθαρό φως της ηλιόλουστης μέρας.
Ok, στη φωτό τα βουνά δεν είναι χιονισμένα, έχει τραβηχτεί καλοκαίρι, χιονισμένα είναι έτσι:
Αλλά ούτε τόσο χιονισμένα ήταν, φανταστείτε κάτι ενδιάμεσο.
Με το που μπήκα μέσα στο πρώτο δωμάτιο άρχισε να βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου το σενάριο της ζωής της δεσποσύνης του κάστρου, με πρωταγωνιστές εμένα και τον καλό μου. Εφαλτήριο της φαντασίας μου ήταν το διπλό γωνιακό περβάζι ενός παραθύρου που έβλεπε προς τα βουνά. "Α, τι ωραία, φαντάζομαι την εποχή εκείνη, να ήμουν εγώ μία δεσποσύνη και να καθόμουν εδώ πλάι στο παράθυρο και να κεντάω ενώ περιμένω να γυρίσεις από τη μάχη -από τις άφθονες που έζησε η πολεμικά περιπαθής ουδέτερη Ελβετία προφανώς-", λέω στον καλό μου. "Κι εγώ μόλις που επιστρέφω", μου απαντά αυτός. "Α, όχι μην γυρίσεις ακόμη, αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε τολμηρές περιπτύξεις (κέντημα το λέμε τώρα;) με τον εραστή μου πλάι στο τζάκι (ακριβώς δίπλα ήταν ένα τεράστιο τζάκι-δωμάτιο). "Ωραία, έτσι θα σας βάλω κατ' ευθείαν στη φωτιά να σας κάψω και τους δύο, δεν θα κουραστώ καθόλου".
Προχωράμε σε ένα δωμάτιο με πανοπλίες. "Να εδώ, είναι η γκαρνταρόμπα σου", του λέω. Και δείχνοντας μία πιο μεγάλη και φουσκωτή πανοπλία: "αυτή είναι από τότε που είχες παχύνει λίγο". Παραμέσα ένα δωμάτιο με μία ιδιότυπη σόμπα στη γωνία, χτισμένη γύρω γύρω με πλακάκια, και στο πλάι, από τη μεριά του τοίχου, μία σκάλα. "Να, όταν έχει πολύ κρύο ανεβαίνω από τη σκαλίτσα αυτή και κάθομαι πάνω στη σόμπα" (η φαντασία βλέπετε δίνει σαφείς λεπτομέρειες, δεν τα λέει έτσι, γενικά). Ακολουθεί το δωμάτιο όπου πίνω καφέ με τις φίλες μου ("εκεί που κάθεστε και κουτσομπολεύετε"), ένα δωμάτιο με σαλόνι και πιάνο ("Να, εδώ ακούμε μουσική δωματίου!"), μία αίθουσα με ένα τεράστιο τραπέζι, ατέλειωτο σε μήκος, με την καρέκλα της κεφαλής μεγαλύτερη από τις άλλες ("Εδώ κάνει τα συνέδρια ο μπαμπάς"), ένας πίνακας φτυστός το εξώφυλλο από τις μάγισσες της Σμύρνης ("Αυτή εδώ είναι μία θεία μου, κανείς δεν την χωνεύει απ' το σόι") ένας άλλος με ένα ροδομάγουλο αρχοντοθρεμμένο κοριτσάκι ("Εδώ μικρή με το πόνυ μου")... και πάει λέγοντας.
Βγαίνοντας από το κάστρο απαλύνω τους παροξυσμούς της φαντασίας μου με μία ελβετική σοκολάτα με ξηρούς καρπούς και μέλι (μιαμ μιαμ!) περπατώντας στον πλακόστρωτο δρόμο του εξίσου παραμυθένιου χωριού. (Τους μήνες που ο καιρός είναι πιο καλός είναι ανοικτό και το εργοστάσιο που φτιάχνει τις σοκολάτες αυτές, τις Cailler, ένας καλός λόγος να επισκεφτώ ξανά το χωριό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες κι εσύ;