Είναι φορές που αφήνεις τη ζωή σου να προχωρήσει, ακολουθείς την πορεία της όπου σε πάει και εκεί που νομίζεις ότι όλα πάνε καλά και αρμενίζεις ανέμελα στα πέλαγά της, τσουπ, σε παίρνει μέσα μία ρουφήχτρα, μία δίνη πανίσχυρη, ακατανίκητη, κάτι που νιώθεις αδύναμος να παλέψεις και που μόνο σε πάει πιο κάτω, όλο και πιο κάτω, δεν σε αφήνει πια να πάρεις ανάσα, παγερή κι αλαφιασμένη με τη μανία της η θάλασσα ορμά να μπει από τα ρουθούνια κι απ'το στόμα σου θέλοντας να φτάσει ως τα πνευμόνια, και αν μπορεί ως την καρδιά σου για να στη πετρώσει. Κι η καρδιά σου σφίγγεται, σφίγγεται κι αλαφιάζει, τρέμει και αναριγεί, δεν μπορεί να καταλάβει πού έφταιξε, ήταν όλα τόσο ήρεμα, τόσο ομαλά, εκεί, πάνω στην επιφάνεια ήταν όλα τόσο αισιόδοξα, τόσο ευοίωνα, νόμιζε ότι την περίμεναν μόνο κυματάκια που με χαρούμενο τραμπαλισμό θα την οδηγούσαν σε πλούσια λιμάνια που θα την καλοδέχονταν σαν αγκαλιές ζεστές και μυρωμένες. Είχε ξεχαστεί. Και είχε περιπλανηθεί περισσότερο από όσο την έπαιρνε. Ίσως δεν κατάλαβε ότι είχε ξεσυρθεί τόσο μακριά. Ότι είχε αφήσει τον κίνδυνο να πλησιάσει τόσο. Το καράβι είχε μείνει αφρόντιστο καιρό, καθόλου δεν το πρόσεχε, μόνο το άφηνε να ταξιδεύει κατά τη βούληση του καπετάνιου, είχε δεν είχε τη δύναμη και την αντοχή να ακολουθήσει τα ταξιδιωτικά του σχέδια. Και να που τώρα έμενε ακυβέρνητο να περιπλανιέται σαν φάντασμα και να παλεύει κούφιο και μοναχό τις τρικυμίες, να λούζεται ανήμπορο τα κύματα ώσπου να το καταπιεί η θάλασσα.
Μέσα από τα γδαρμένα κατάρτια, μέσα από σκαρί σου, μέσα από την ψυχή σου πρέπει να βρεις κάτι να ζεστάνει το μέσα σου με την ελπίδα ότι "έχει στεριά κάπου εδώ κοντά". Εσύ που τόσο λαχτάρησες να ζήσεις το ταξίδι, παρακαλάς τώρα για λιμάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες κι εσύ;