Στις λεπτομέρειες τώρα. Η Μέριλ Στριπ όπως είπα ίσον με τρεις εικοσάρες τουλάχιστον. Η ενέργειά της, η φυσική εσωτερική και εξωτερική ομορφιά της –καταφέρνει άνετα να λάμπει γλυκά παρά την αυστηρότητα στην οποία θα μπορούσαν να παραπέμπουν οι γραμμές του προσώπου της, η τόλμη της να δοκιμαστεί σε κάτι τόσο απαιτητικό και διαφορετικό από ό,τι την έχουμε συνηθίσει σε μια ηλικία που η μέγιστης επιτρεπόμενης έντασης δραστηριότητα θα ήταν για άλλες το πλέξιμο. Δεν διστάζει να τραγουδήσει, να χορέψει, να φανεί ερωτική δείχνοντάς μας ότι η γοητεία μιας γυναίκας ουδεμία σχέση έχει με την ηλικία της, καθώς φτάνει και ξεπερνά σε «παλμό» την κινηματογραφική της «κόρη» που έχει το ένα τρίτο της ηλικίας της. Σχεδόν σε κάνει να εύχεσαι να είχες τα χρόνια της!
Η «κόρη» είναι ένα όμορφο κορίτσι με μάτια στο χρώμα της θολής και ταραγμένης θάλασσας, ένα χείμαρρο ξανθών μαλλιών που θα μπορούσε να κάνει έναν άνδρα ακόμη και φετιχιστή και ένα σφιχτό, λυγερό κορμί με τις σωστές καμπύλες. Το αγγελικό της προσωπάκι, που παραπέμπει ταυτόχρονα στην αθωότητα ενός παιδιού και τη λαγνεία μιας γυναίκας, ακκίζεται χαριτωμένα καθώς τα ζουμερά της χείλη ακολουθούν τα λόγια των γνωστών τραγουδιών. Ιδανική για το ρόλο –νομίζω έπαιζε και στην ομώνυμη θεατρική παράσταση.
Οι μπαμπάδες: ο πιο ωραίος από αυτούς και πραγματικά ο «μεγάλος» έρωτας της “Mamma”-Στριπ, ο Πηρς Μπρόσναν, αποδεικνύεται δυστυχώς και ο πιο ακατάλληλος για το ρόλο και το είδος αυτό. Ο τύπος είναι χάρμα οφθαλμών, φοβερό πρόσωπο, φοβερό κεφάλι, φοβερό παράστημα, take me now baby here as I am, κι όμως περιορίζεται στο να κάνει το «μοντέλο» στην ταινία. Μοιάζει ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε άλλη έκφραση εκτός από την επιτηδευμένη αν και γοητευτική ματιά του με το ελαφρό σήκωμα του φρυδιού. Το πρόσωπό του συσπάται σε ένα ύφος δυσκοίλιο (μέρες δυσκοίλιο, θα έλεγα) όταν τραγουδάει, αν και η φωνή του καθαυτή δεν είναι τόσο χάλια αν το καλοσκεφτείς. Οι στιγμές που τραγουδάει πάντως σε ξεσυντονίζουν κάπως από αβίαστο feelgood της ταινίας, σκέφτεσαι ότι καλά θα κάνουν στο Χόλιγουντ να μη βάζουν τις γλάστρες να τραγουδάνε (ακόμη και μια τόσο γοητευτική γλάστρα «χάνει» με τον τρόπο αυτό).
Οι άλλοι δύο μπαμπάδες είναι πολύ καλοί και πειστικοί, με το ίδιο τους το παρουσιαστικό «κομμένο και ραμμένο» θα έλεγε κανείς για τους ρόλους του εσωστρεφούς και άτολμου καριερίστα από τη μία και του αιώνιου ταξιδιώτη και ακούραστου εραστή της περιπέτειας από την άλλη.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τον σουρεαλισμό που αποπνέει ειδικά για έναν έλληνα η ταινία αυτή. Το τοπίο είναι αναγνωρίσιμα ελληνικό, βιωματικό, οικείο. Σου φαίνεται περίεργο το πώς φώλιασε μέσα σ’αυτό ένα πρωτοκλασάτο καστ του Χόλιγουντ από τη μία και αρκετές φυσιογνωμίες και προφορές βρετανικής προέλευσης από την άλλη, όλα αυτά δεμένα με τραγούδια που είχες συνδέσει με τη χρυσή εποχή της ντίσκο και που σε παρέπεμπαν σε διαλειπόντως αναλάμποντα στρόμπολι και όχι σε παραδοσιακούς ελαιώνες, συμπαθητικές κατσικούλες και σεμεδάκια στο βελονάκι.
Συμπερασματικά θα σας πρότεινα να δείτε την ταινία, κατά προτίμηση σε σινεμά και επίσης κατά προτίμηση σε θερινό (αν και εγώ παρόλο που το είδα σε χειμερινό δεν ένιωσα την αίθουσα να με «μπουκώνει», αφού η ταινία ήταν τόσο ανάλαφρη και καλοκαιρινή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες κι εσύ;