...ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Κυριακή, Ιουλίου 20, 2008
Rape child...
Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά μου κόστισε χρήματα, γιατί η μετάφρασή του προχωρούσε ιδιαίτερα αργά. Όταν είδα στο ίντερνετ ότι είχε κυκλοφορήσει δεν ήμουν και πολύ σίγουρη ότι ήθελα να το πάρω στα χέρια μου, θεωρώντας το καρπό μίας μορφής βιασμού από το κείμενο και όχι έρωτα για το κείμενο (εξού και ο τίτλος της παρούσας δημοσίευσης). Μία από τις τρεις μέρες που πέρασα στην Αθήνα μετά το ταξίδι μου στις Κυκλάδες με βρήκε σε ένα βιβλιοπωλείο, μπροστά στον τομέα "εκλαϊκευμένη επιστήμη". Ο καρπός του αιματηρού μόχθου μου ήταν εκεί. Το "παιδί" που έσκισε σπαρακτικά τα σπλάχνα του νου μου για να έρθει στον μάταιο τούτο κόσμο ήταν εκεί, πλάι στο δίδυμο αδερφάκι του, φασκιωμένο στα μαύρα, με το όνομά μου γραμμένο στο κορδελάκι που ήταν δεμένο στον απαλό καρπό του. Δεν μπορούσα να μην το πάρω στα χέρια μου. Καθισμένη σε μια γωνιά βρέθηκα να το ξεφυλλίζω, αφήνοντας την ανάγνωσή του να μου θυμίσει ξανά το ενδιαφέρον περιεχόμενό του. Περιεργάστηκα τη γραφή, το σμίξιμο των δύο αντίθετων απόψεων για τη μετάφραση, της δικής μου και του επιμελητή, και με ανακούφιση κατάφερα μέσα από αυτό να ξεχωρίσω τη γραφίδα της πένας μου: ναι, ήταν δικό μου. Μπορεί κάποιος άλλος να το επιμελήθηκε μετά από μένα, αλλά ήταν δικό μου, έτσι γράφω εγώ, κάπου ανάμεσα στις κύριες και τις δευτερεύουσες προτάσεις του, κάπου ανάμεσα στις τελείες και τα κόμματα, μέσα στη δομή και τις λέξεις του, στο κείμενο αυτό είχε σταλάξει κάτι από τη σκέψη μου, κάτι από τη λεκτική μου έκφραση, το ύφος μου, σαν να του είχα δώσει κάτι από το βάδισμά μου ή τον τρόπο που γυρνάω το κεφάλι μου. Ανάμεσα στους περιορισμούς που αναγκαστικά περιχαρακώνουν τη μετάφραση, ανάμεσα στους μαιάνδρους του περιεχόμενου του πρωτότυπου κειμένου ανάσαινα διαβάζοντας την πνοή της δικής μου της γραφής.
Σκέφτηκα την επαγγελματική μου πορεία. Την σκέφτηκα να απεικονίζεται συμβολικά μα και ουσιαστικά σε μία σειρά από βιβλία που ακουμπούν το ένα στη ράχη του άλλου, σύμφωνα με την αλληλοδιαδοχή των αντίστοιχων μεταφραστικών εργασιών. Το βιβλίο, ένα αντικείμενο για μένα τόσο αγαπημένο, μπόρεσε να δεχθεί σε κάποια από τα αντίτυπά του (σταγόνα στον ωκεανό ίσως, αλλά και πάλι η δική μου σταγόνα) κάτι από τον εαυτό μου.
Mamma mia…
Στις λεπτομέρειες τώρα. Η Μέριλ Στριπ όπως είπα ίσον με τρεις εικοσάρες τουλάχιστον. Η ενέργειά της, η φυσική εσωτερική και εξωτερική ομορφιά της –καταφέρνει άνετα να λάμπει γλυκά παρά την αυστηρότητα στην οποία θα μπορούσαν να παραπέμπουν οι γραμμές του προσώπου της, η τόλμη της να δοκιμαστεί σε κάτι τόσο απαιτητικό και διαφορετικό από ό,τι την έχουμε συνηθίσει σε μια ηλικία που η μέγιστης επιτρεπόμενης έντασης δραστηριότητα θα ήταν για άλλες το πλέξιμο. Δεν διστάζει να τραγουδήσει, να χορέψει, να φανεί ερωτική δείχνοντάς μας ότι η γοητεία μιας γυναίκας ουδεμία σχέση έχει με την ηλικία της, καθώς φτάνει και ξεπερνά σε «παλμό» την κινηματογραφική της «κόρη» που έχει το ένα τρίτο της ηλικίας της. Σχεδόν σε κάνει να εύχεσαι να είχες τα χρόνια της!
Η «κόρη» είναι ένα όμορφο κορίτσι με μάτια στο χρώμα της θολής και ταραγμένης θάλασσας, ένα χείμαρρο ξανθών μαλλιών που θα μπορούσε να κάνει έναν άνδρα ακόμη και φετιχιστή και ένα σφιχτό, λυγερό κορμί με τις σωστές καμπύλες. Το αγγελικό της προσωπάκι, που παραπέμπει ταυτόχρονα στην αθωότητα ενός παιδιού και τη λαγνεία μιας γυναίκας, ακκίζεται χαριτωμένα καθώς τα ζουμερά της χείλη ακολουθούν τα λόγια των γνωστών τραγουδιών. Ιδανική για το ρόλο –νομίζω έπαιζε και στην ομώνυμη θεατρική παράσταση.
Οι μπαμπάδες: ο πιο ωραίος από αυτούς και πραγματικά ο «μεγάλος» έρωτας της “Mamma”-Στριπ, ο Πηρς Μπρόσναν, αποδεικνύεται δυστυχώς και ο πιο ακατάλληλος για το ρόλο και το είδος αυτό. Ο τύπος είναι χάρμα οφθαλμών, φοβερό πρόσωπο, φοβερό κεφάλι, φοβερό παράστημα, take me now baby here as I am, κι όμως περιορίζεται στο να κάνει το «μοντέλο» στην ταινία. Μοιάζει ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε άλλη έκφραση εκτός από την επιτηδευμένη αν και γοητευτική ματιά του με το ελαφρό σήκωμα του φρυδιού. Το πρόσωπό του συσπάται σε ένα ύφος δυσκοίλιο (μέρες δυσκοίλιο, θα έλεγα) όταν τραγουδάει, αν και η φωνή του καθαυτή δεν είναι τόσο χάλια αν το καλοσκεφτείς. Οι στιγμές που τραγουδάει πάντως σε ξεσυντονίζουν κάπως από αβίαστο feelgood της ταινίας, σκέφτεσαι ότι καλά θα κάνουν στο Χόλιγουντ να μη βάζουν τις γλάστρες να τραγουδάνε (ακόμη και μια τόσο γοητευτική γλάστρα «χάνει» με τον τρόπο αυτό).
Οι άλλοι δύο μπαμπάδες είναι πολύ καλοί και πειστικοί, με το ίδιο τους το παρουσιαστικό «κομμένο και ραμμένο» θα έλεγε κανείς για τους ρόλους του εσωστρεφούς και άτολμου καριερίστα από τη μία και του αιώνιου ταξιδιώτη και ακούραστου εραστή της περιπέτειας από την άλλη.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τον σουρεαλισμό που αποπνέει ειδικά για έναν έλληνα η ταινία αυτή. Το τοπίο είναι αναγνωρίσιμα ελληνικό, βιωματικό, οικείο. Σου φαίνεται περίεργο το πώς φώλιασε μέσα σ’αυτό ένα πρωτοκλασάτο καστ του Χόλιγουντ από τη μία και αρκετές φυσιογνωμίες και προφορές βρετανικής προέλευσης από την άλλη, όλα αυτά δεμένα με τραγούδια που είχες συνδέσει με τη χρυσή εποχή της ντίσκο και που σε παρέπεμπαν σε διαλειπόντως αναλάμποντα στρόμπολι και όχι σε παραδοσιακούς ελαιώνες, συμπαθητικές κατσικούλες και σεμεδάκια στο βελονάκι.
Συμπερασματικά θα σας πρότεινα να δείτε την ταινία, κατά προτίμηση σε σινεμά και επίσης κατά προτίμηση σε θερινό (αν και εγώ παρόλο που το είδα σε χειμερινό δεν ένιωσα την αίθουσα να με «μπουκώνει», αφού η ταινία ήταν τόσο ανάλαφρη και καλοκαιρινή).
Κι αρμενίζαμε...
Έχω καιρό να γράψω στο μπλογκ παρόλο που ήταν πολλές οι φορές που ήθελα κάτι να γράψω (κάποιες από τις φορές αυτές βέβαια δεν είχα πρόσβαση σε υπολογιστή). Για παράδειγμα ήθελα πολύ να σας πω για το ταξίδι μου με ιστιοφόρο στα νησιά των Κυκλάδων. Δύσκολο να περιγράψω την αίσθηση που σου δίνει η πλεύση πάνω στα κύματα (από μικρή είχα μία ιδιαίτερη σχέση με κάθε είδους «κούνημα» που έκανε το όχημα που με μετέφερε, ήδη από μωρό έκλαιγα όταν σταματούσαμε στα φανάρια με το αυτοκίνητο και ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να σταματά σιγά σιγά, σταδιακά, για να αναβάλλει όσο γίνεται την κατάσταση ακινησίας που τόσο με δυσαρεστούσε. Ακόμη και σήμερα όποτε δεν μπορώ να κοιμηθώ φαντάζομαι ότι ταξιδεύω με πλοίο και ότι έμμεσα είμαι ξαπλωμένη «στην αγκαλιά της θάλασσας», που με το νωχελικό κούνημά της με νανουρίζει). Δύσκολο επίσης να περιγράψω την αίσθηση ελευθερίας που νιώθεις όταν «σπίτι» σου για μια βδομάδα γίνεται ένα σκάφος, αυλή σου η θάλασσα και περίβολος η ακτή (ή στη χειρότερη περίπτωση ο ντόκος σε ένα λιμάνι). Πραγματικά νιώθεις ότι είσαι αλλού, ότι έχεις αφήσει πίσω σου τα της στεριάς και ότι πλέον το μόνο που σε αφορά είναι η πνοή του ανέμου και οι στροβιλισμοί των θαλάσσιων ρευμάτων. Απόλυτο «χάσιμο» (όχι χρόνου, χάνεσαι από τον κόσμο εννοώ) η ραστώνη της ξάπλας πάνω στο σκάφος, η πρωινή βουτιά σε γαλανά νερά δυο βήματα από το κρεβάτι σου, η ανάσα, η ανάσα, η ανάσα ελευθερίας που λυτρώνει τη σκέψη σου από όλα τα «γήινα» δεσμά.
Φυσικά έρχονται και οι στιγμές που το σώμα συνειδητοποιεί ότι δεν σηκώνει τόσο αποπροσανατολισμό (με θυμάμαι να σηκώνομαι ψιλοανακατεμένη ένα πρωί με το σκάφος σε αρκετά μεγάλη πλευρική κλίση, τόσο που έπρεπε να σκεφτώ πρώτα ότι η γραμμή πίσω του –ήτοι ο ορίζοντας- είναι «το ίσιο» και που έφερα εντελώς αυθόρμητα στο μυαλό μου την παροιμιώδη φράση «ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε»). Σίγουρα τις πρώτες μέρες σου λείπουν κάπως οι ανέσεις που είχες συνηθίσει, αλλά μετά από λίγο τις ξεχνάς και αφήνεσαι με το σώμα και το μυαλό ξεγυμνωμένα να σε πάει το ταξίδι όπου θέλει αυτό, να σου φέρει ό,τι θέλει αυτό.
Η επαναφορά στη στεριά ήταν επίσης δύσκολη για ένα μυαλό που είχε με τις μέρες μάθει να αποκαθιστά αυτόματα μία κατάσταση ασταθούς (έστω) ισορροπίας κόντρα σε κάθε πεισματικά αποσταθεροποιητική κίνηση του σκάφους. Για δυο τρεις μέρες νιώθαμε ακόμη τη στεριά να «κουνάει», ενώ δεν έλειψαν οι φορές που εγώ τουλάχιστον κόντεψα να σκοτωθώ σκοντάφτοντας από δω κι από κει. Βλέπετε η αέναη κίνηση είχε γίνει πλέον το «ακίνητο» σύστημα αναφοράς για το μυαλό μου και η αναπάντεχη παραμονή στην ίδια θέση του εδάφους κάτω από τα πόδια μου ήταν πολλές φορές μία έκπληξη που με έβρισκε απροετοίμαστη. Αφού την έβγαλα καθαρή πάλι καλά.
Τραγούδια για τη θάλασσα που έφερνε συνειρμικά στα χείλη των φίλων συνταξιδιωτών η εμπειρία του ταξιδιού μας θα είναι πια συνδεδεμένα στο νου μου με την ανάμνησή του και την αίσθηση ότι αφήνομαι ανενδοίαστα και ξέγνοιαστα στις θωπείες και την «αγκαλιά» της θάλασσας. Πραγματικά προτείνω σε όποιον από εσάς έχει την ευκαιρία να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι να μην την αφήσει να πάει χαμένη.
Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2008
Το ταξίδι ξεκινά απ' το μυαλό
Που λέτε το μυαλό δεν συνεργάζεται για την επιμέλεια του κεφαλαίου σχετικά με τη λειτουργία των γονιδίων, έχει ήδη σαλπάρει. Επεξεργάζεται συνεχώς μία λίστα με τα απαραίτητα για το ταξίδι σε πρώτο πλάνο, και σε δεύτερο φαντάζεται αμμουδερές παραλίες και νωχελικά απομεσήμερα, γλυκιές βραδιές και ανέμελες μέρες γεμάτες με τα γέλια της παρέας, κρατάει την αναπνοή του σε ένα ατέλειωτο μακροβούτι χαλάρωσης και αναζωογόνησης. Βγες έξω ρε, έχουμε ένα κεφάλαιο γενετική να παραδώσουμε!
Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2008
Τα ίδια και σήμερα...
Θα της προτείνω να πιάσει δουλειά σε telemarketing, αυτούς που σε παίρνουν τηλέφωνο και σε πρήζουν για διάφορα προϊόντα. Τουλάχιστον έτσι θα βγάλει και κανα φράγκο.